Γκάϊθκα Μεντιέτα: ο μαέστρος που έγινε DJ
Πάμε πίσω στο 1999-2001. Ήταν η διετία που η Βαλένθια έκαψε καρδιές και κέρδισε πάρα πολλούς ποδοσφαιρόφιλους που την ακολουθούν από τότε συνέχεια. Έφτασε σε δύο συνεχόμενους τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ ως φιναλίστ και ήταν μια από τις πιο ολοκληρωμένες ομάδες που έχει δει η διοργάνωση. Με καπετάνιο τον Έκτορ Ραούλ Κούπερ είχε στην αρμάδα της τους Κανιθάρες, Πελεγκρίνο, Κίλι Γκονζάλες, Φαρινός, τον νεαρό Ζεράρδ, στην επίθεση τον Κλαούντιο Λόπες και στο κέντρο δέσποζε ο καλύτερος μέσος του κόσμου εκείνη την περίοδο, ο κουμανταδόρος Γκάιθκα Μεντιέτα που ψηφίστηκε στο τέλος της χρονιάς και καλύτερος Ευρωπαίος παίκτης. Το ίδιο ψηφίστηκε και την επόμενη χρονιά, παρά τον 2ο συνεχόμενο χαμένο τελικό στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Ο Κούπερ αποχωρεί μετά τον τελικό και ο Μεντιέτα ζητάει μεταγραφή. Μια κίνηση που αλλάζει για πάντα την καριέρα του αλλά και αυτή της Βαλένθια. Γιατί με το που αποχωρεί η Βαλένθια παίρνει πρωτάθλημα και ξανακατακτάει την Λα Λίγκα μετά από δύο χρόνια ξανά (σηκώνει και ένα κύπελλο ΟΥΕΦΑ το 2004 επίσης). Ο ίδιος παίρνει την κατιούσα αλλά όμως μένει στην ιστορία και λατρεύεται ακόμη από τους οπαδούς της και από τους ποδοσφαιρόφιλους που τον έζησαν. Ας τα δούμε από την αρχή.
Γιος ποδοσφαιριστή (Αντρές Μεντιέτα με καριέρα σε Ρεάλ, Ντεπορτίβο, Βιγιαρεάλ) και αδερφός άλλων τριών αγοριών, ο Γκάϊθκα ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο αλλά δεν είχε κάτι ξεχωριστό να δείξει. Αντιθέτως, ήταν πολύ καλός στο να τρέχει και στα 14 του το εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στο διάβασμα και στο τρέξιμο. Γίνεται πρωταθλητής στα 2000 μέτρα όπου κάνει και ρεκόρ που κρατάει 15 χρόνια. Στα 16 του ξαναγυρίζει στο ποδόσφαιρο υπογράφοντας στην Καστιγιόν. Εκεί αρχίζει να δείχνει ότι ανέκαθεν ήταν ένας εξαιρετικός μαθητής που δεν σταματούσε ποτέ να εξασκείται και να μαθαίνει καινούργια πράγματα. Οι εμφανίσεις του κερδίζουν το ενδιαφέρον της Βαλένθια που τον υπογράφει αλλά τον υποβιβάζει στην δεύτερη ομάδα. Είπαμε, ο Γκάϊθκα μάθαινε, οπότε η κλήση στην πρώτη ομάδα δεν άργησε να έρθει. Και όπως δήλωσε και ο ίδιος για εκείνη την περίοδο: “Έτρεχα αλλά μπορούσα μετά να δώσω μόνο μια απλή πάσα. Δεν θύμιζα σε τίποτε τον μετέπειτα παίκτη. Δούλεψα σκληρά και το παιχνίδι μου αργότερα βασίζονταν στην τεχνική μου παρά στο τρέξιμο”.
Μια καθοριστική στιγμή γι’αυτόν ήταν όταν ήρθε στην ομάδα ο Έκτορ Νούνιεζ που άλλαξε την θέση του από δεξί μπακ σε μέσο. Και πάλι όμως δεν ξεχώριζε γιατί ο σύλλογος ήταν συνέχεια σε αναταραχή. Ο ερχομός του Κλαούντιο Ρανιέρι θέτει τα θεμέλια που θα κάνουν την Βαλένθια να πρωταγωνιστήσει τα επόμενα χρόνια. Ο Ρανιέρι έφερε την ιταλική αμυντική προσέγγιση και πρόσθεσε το ατσάλι και το νεύρο σε μια σοφτ ομάδα. Η πρώτη χρονιά δεν ήταν καλή αλλά ο Μεντιέτα έχοντας το ελεύθερο να περιπλανιέται άρχισε να τρομάζει με τις εμφανίσεις του και συνολικά πέτυχε 10 γκολ σε 30 εμφανίσεις. Το αντιπροσωπευτικότερο ήταν αυτό το άρρωστο γκολ που ανάγκασε τον Ρανιέρι να ομολογήσει ότι μπορούσε να το συγκρίνει μόνο με του Μαραντόνα.
Tην επόμενη χρονιά θα κερδίσει το Κύπελλο Ισπανίας. Στα προημιτελικά θα βάλει ένα απίστευτο γκολ με την Μπαρτσελόνα στο Καμπ Νου, ένα από τα ωραιότερα όλων των εποχών. Για εκείνο το γκολ δήλωσε: “Δεν ήταν προσχεδιασμένο. Ήταν αυθόρμητο από την αρχή. Σήκωσα το χέρι μου στον Ίλιε, έβγαλε μια υπέροχη πάσα και κλώτσησα την μπάλα. Το γκολ μου στον τελικό ήθελε δεξιοτεχνία, γνώση το για την θέση των αντιπάλων, αυτοσυγκράτηση, αλλά εκείνο απέναντι στην Μπαρτσελόνα ήταν απλά φανταστικό. Μπορούσε να είχε πάει οπουδήποτε!”
Δύσκολο να διαλέξεις ποιο είναι πιο άρρωστο γκολ, το πάνω ή με την Ατλέτικο στον τελικό του Κυπέλλου. Το ποδοσφαιρικό κοινό προσκυνεί, ο Μεντιέτα συνεχώς μαθαίνει, δείχνει όλο και περισσότερη αυτοπεποίθηση και αυτοί που εκπλήσσονται μάλλον είναι αυτοί που τον γνώρισαν στην Καστιγιόν όπου δεν μπορούσε να κάνει κάτι σαν αυτά στο βίντεο.
O ερχομός του Έκτορ Ραούλ Κούπερ (έχοντας κάνει σπουδαία πράγματα με την Μαγιόρκα) θα οδηγήσει τον Μεντιέτα και τον σύλλογο στην καλύτερη φάση του. Δύο θριαμβευτικές Ευρωπαϊκές πορείες που τελείωσαν χωρίς τίτλο αλλά κέρδισαν τους πάντες. Ο Μεντιέτα τότε ήταν ότι καλύτερο είχε η Ισπανία μετά τον Ραούλ. Οι εμφανίσεις του με το εθνόσημο επίσης εξαιρετικές αλλά έπεσε πάνω στην λούζερ εποχή των ταύρων. Χρησιμοποιούσε με άνεση και τα δύο του πόδια, είχε αρχοντικό στυλ στην μεσαία γραμμή μοιράζοντας τις πάσες δεξιά και αριστερά και φυσικά μπροστά, έτρεχε ανελέητα και έκοβε χωρίς να είναι αντιαθλητικός, είχε φανταστική τρίπλα και πιθανόν ήταν ο καλύτερος μέσος της Ισπανίας πριν έρθει ο Τσάβι. Ένα καθαρό 8άρι που έκανε τα αμυντικά του καθήκοντα αποτελεσματικότατα ενώ μπροστά μπορούσε να γίνει σαδιστικά μαγικός. Ήταν παντού αλλά η σκέψη του ήταν πάντα στο μπροστά κομμάτι. Στα επιθετικά του καθήκοντα αν εξαιρέσουμε τις πάσες, ήταν σίγουρα πιο θεαματικός από τον Τσάβι και αυτό φαίνεται και από τις γκολάρες του. Μια αγαπημένη του συνήθεια που ανέπτυξε μαθαίνοντας από τον συμπαίκτη του Όλεγκ Σαλένκο ήταν να μην κοιτάει ποτέ την μπάλα στο πέναλτι, αλλά να παρακολουθεί μόνο τον τερματοφύλακα. Έβλεπε πρώτα την κίνησή του και μετά στόχευε ανάλογα. Ξαναλέμε, ήταν πάντα ένας μαθητής.
Η ώρα αποχώρησης είχε φτάσει. Ο πρόεδρος της Βαλένθια δηλώνει ότι προτιμάει να πεθάνει παρά να τον πουλήσει. Τελικά πουλιέται στην Λάτσιο που αγόραζε ότι καλύτερο εκείνη την περίοδο. Είχε δώσει Βερόν και Νέντβεντ και έψαχνε τον αντικαταστάτη τους. H Λάτσιο δίνει ένα τεράστιο για την εποχή ποσό αλλά δεν παίρνει ποτέ πίσω τα χρήματά της. Ο Μεντιέτα δεν μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί και γρήγορα οι οπαδοί στράφηκαν εναντίον του. Ο ίδιος υποστήριξε ότι το Ιταλικό ποδόσφαιρο δεν του ταίριαξε ποτέ λόγω της ελάχιστης συμμετοχής των μέσων σε αυτό. Παραπονέθηκε ότι οι ομάδες ενδιαφέρονται να πετάξουν την μπάλα έξω από την περιοχή τους και αυτό γίνεται συνεχώς από την μια μεριά στην άλλη στο γήπεδο. Στο μεταξύ η Βαλένθια κατακτάει το πρωτάθλημα και παίρνει και το ΟΥΕΦΑ το 2004. Η χρονιά του είναι καταστροφική και όπως δηλώνει είδε την κλήση της Ισπανίας σαν έναν διψασμένο που βλέπει νερό στην μέση της ερήμου. Δυστυχώς έπεσε πάνω στην απίθανη διαιτησία στον αγώνα με την Νότιο Κορέα και αποκλείστηκε άδοξα.
H επιστροφή του στην Ισπανία ήταν μέσω δανεισμού από την Μπαρτσελόνα, με την οποία είχε γεμάτη χρονιά αλλά χάθηκε στην μετριότητα και στην αναζήτηση ταυτότητας που την χαρακτήριζε εκείνη την εποχή. Αυτό που μάλλον θα θυμάται περισσότερο είναι η συνεργασία του με τον Φαν Χάαλ, τον οποίο εξυμνεί ακόμη και σήμερα.
Eπόμενη στάση ήταν η Μίντλεσπρο που τον πείθει να γίνει μέρος του τότε πρότζεκτ της με προπονητή τον ΜακΛάρεν. Ο Μεντιέτα θύμισε τον παλιό του εαυτό και το αποκορύφωμα της ομάδας ήταν το Λιγκ Απ που κατέκτησε η ομάδα το 2004 και η συμμετοχή στον τελικό του ΟΥΕΦΑ to 2006 (χωρίς να είναι στην αποστολή τότε). Από εκεί και πέρα δεν έπαιζε σχεδόν καθόλου, ο συλλογος δεν τον ήθελε και οι τραυματισμοί δεν τον βοήθησαν να αλλάξουν την απόφασή τους.
Άδοξα λοιπόν, το 2008 ανακοινώνει το τέλος της καριέρας του.
Ένα άλλο πάθος που είχε (και έχει) ο Μεντιέτα ήταν το dji-ιλίκι. Πολύ αργότερα ομολόγησε ότι τα Σάββατα έμπαινε με ένα καπέλο στα κλαμπ στα μουλωχτά και θα έκανε τον κόσμο να κουνιέται στους ρυθμούς του, όπως και στον ποδοσφαιρικό του κόσμο. Ήταν η απόδρασή του όπως τόνισε και ο ίδιος. Όπως δήλωσε: “Δεν έχω ποτέ ένα σετ με το τι θα παίξω. Παίρνουμε ένα κουτί με βινύλια και κανονίζουμε μόνο τα πρώτα κομμάτια για να δούμε την διάθεση του κόσμου και το τι θέλει. Όταν παίζεις μπάλα, έχεις ένα κλάσμα του δευτερολέπτου για να αποφασίσεις αν θα δώσεις πάσα, χρόνος ίδιος με το να επιλέξεις το επόμενο κομμάτι. Έχεις την ίδια ένταση και νευρικότητα με το να παίζεις ποδόσφαιρο και αγχώνομαι όταν παίζω σαν DJ”. Οι μουσικές του περιλαμβάνουν από soul και indie μέχρι Kings of Leon.
Αυτή είναι η συναρπαστική ιστορία ενός αθλητή που έγινε ποδοσφαιριστής. Ο ποδοσφαιριστής έγινε μαέστρος στο γήπεδο και DJ εκτός αυτού. Η καριέρα του μετά είχε απότομη πτώση με αποτέλεσμα να τον θυμούνται κυρίως αυτοί που τον έζησαν. όπως θα θυμούνται την υπέροχη Βαλένθια εκείνης της διετίας. Πιθανόν ο Γκάϊθκα να ήταν θύμα εκείνης της φυγής όπως ήταν και οι Ζεράρδ, Λόπες αλλά και Κούπερ, που δεν κατάφεραν ποτέ ξανά να κάνουν τα φοβερά πράγματα που έκαναν στο Μεστάγια. Αλλά καλύτερα να αφήσουμε τον ίδιο να μιλήσει για την καριέρα του.
“Κοιτάω πίσω και ανατριχιάζω με όσα πέτυχα. Δεν φαντάστηκα ποτέ όταν ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο ότι θα έφτανα σε αυτό το επίπεδο. Όταν ήμουν μικρός ασχολιόμουν με το τρέξιμο και άρχισα να παίζω ποδόσφαιρο στα 14 με 15. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα τα καταφέρω Φαντάζομαι ότι δεν το κάνεις μέχρι να φτάσεις εκεί, ακόμη και όταν πήγα στην Βαλένθια από την Καστιγιόν ήξερα ότι θα είναι πολύ δύσκολο. Πολλά παιδιά ονειρεύονται να γίνουν ποδοσφαιριστές και εγώ έπαιξα στην Λα Λίγκα, στο Καμπιονάτο, στην Πρέμιερ Λιγκ, στο Τσάμπιονς Λιγκ, στο Παγκόσμιο Κύπελλο, χώρια όλους τους τίτλους. Έπαιξα στο Ρεάλ – Μπαρτσελόνα, στο Ρόμα – Λάτσιο που είναι τα πιο υπέροχα παιχνίδια να παίξεις στο ποδόσφαιρο και μου έδωσαν υπέροχες αναμνήσεις. Γι’αυτό δεν μετανιώνω για τίποτε.”
Ήταν ο DJ που πάνω στην απόλυτη κορύφωση του πάρτι, ξενέρωσε τον κόσμο με τις ίδιες του τις μουσικές του επιλογές. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ιστορία του πρέπει να διδάσκεται στους επίδοξους (και καταξιωμένους) ποδοσφαιριστές. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που ενώ άργησε να παίξει σοβαρή μπάλα, μάθαινε συνεχώς, βελτίωνε τις αδυναμίες του, σκύλιαζε, έγινε ο καλύτερος και αμέσως μετά το αποκορύφωμα της καριέρας του πήγε στο ναδίρ.