Όλα Είναι Δρόμος (1998)
Στις 19 Φεβρουαρίου του 1998 κυκλοφόρησε η ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Όλα είναι δρόμος”. Η ταινία είναι σπονδυλωτή με τρεις διαφορετικές ιστορίες με διαφορετικό πρωταγωνιστή στην κάθε μια. Κοινό χαρακτηριστικό των ιστοριών είναι η συντριβή και ο πόνος των μοναχικών πρωταγωνιστών και η τοποθέτησή τους σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής τους όπου θα κληθούν να διαχειριστούν τις καταστάσεις γύρω τους. Οι προσωπικές τους τραγωδίες (ερχόμενες είτε από την ζωή είτε από τις ίδιες τους τις επιλογές) τους έχουν οδηγήσει σε “οριακά” σημεία όπου θα υπάρξουν “ακραίες πράξεις” οι οποίες θα φανερώσουν τον χαρακτήρα τους.
.Στην πρώτη ιστορία με τον Δημήτρη Καταλειφό, το “Χαρώπειο Νόμισμα” ένας επιτυχημένος καθηγητής αρχαιολογίας ανακαλύπτει ένα λείψανο αξιωματικού από τα ελληνιστικά χρόνια. Θα τον ωθήσει σε ένα προσωπικό του χρέος, να επισκεφθεί για πρώτη φορά το στρατόπεδο και το μέρος όπου αυτοκτόνησε ο γιος του, σχεδόν έναν χρόνο πριν. Στην αναζήτηση για τα αίτια της αυτοκτονίας του γιου του (“Βασιλειάδης Αλέξης, 20 χρονών”), θα συναντήσει φίλους του, τον διοικητή του στρατοπέδου του, συνάδερφούς του στον στρατό, τον καφετζή της περιοχής. Ο ήρωας του Δημήτρη Καταλειφού επιλέγει τον δρόμο της μοναξιάς, της εσωτερίκευσης. Ενώ υπάρχει ένα σχετικό τέλος στην ιστορία (υπονοείται ότι πατέρας και γιος δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις – “ήθελα να’μαι φίλος σου”), δεν υπάρχει η κορύφωσή της. Για την ακρίβεια ο τόνος παραμένει ίδιος από την αρχή μέχρι το τέλος, παρά τις δραματικές στιγμές της ιστορίας. Οι σχετικά πρόχειροι διάλογοι είναι ακόμη ένα μείον της ιστορίας. Παρ’όλα αυτά, ο σκηνοθέτης, μαζί με την λιτή μα εξαιρετική ερμηνεία του Καταλειφού, μεταδίδει τον πόνο της οικογενειακής απώλειας και καταφέρνει με τα πλάνα του στους εξωτερικούς χώρους να δώσει μια αύρα μυστηρίου στην ιστορία και να την κάνει ενδιαφέρουσα.
Η δεύτερη ιστορία, “Η τελευταία νανόχηνα”, θα λέγαμε ότι λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος μεταξύ της πρώτης και της τρίτης ιστορίας. Η αρχή της είναι ήρεμη και στον ίδιο ρυθμό της πρώτης. Σταδιακά χτίζεται μια ατμόσφαιρα όπου τα πιο ακραία συναισθήματα θα κυριαρχήσουν και η εκκωφαντική σιωπή στο τέλος της είναι πολύ πιο ηχηρή από τα σκυλοτράγουδα που ακούγονται στο “Βιετνάμ”. Η ιστορία ακολουθεί τέσσερις ορνιθολόγους (ένα πρώην ζευγάρι που έχει να ανταμώσει πέντε χρόνια, ενώ ο άντρας επιστρέφει όντας ζευγάρι με μια Νορβηγίδα) που με την βοήθεια ενός ηλικιωμένου θηροφύλακα (Θανάσης Βέγγος) προσπαθούν να εντοπίσουν τα ίχνη της τελευταίας νανόχηνας (“Μαιρούλα”) στο Δέλτα του Έβρου. Ο κυρ Αντώνης είναι ένας άνθρωπος που έχει βυθιστεί στην μοναξιά, είναι εναρμονισμένος με την φύση και η μοναδική του παρέα είναι το “θεμέλιο” (τσίπουρο). Τα πλάνα του Έβρου και η συχνή προβολή των πουλιών στον αέρα προσδίδουν αυθεντικότητα, φτιάχνουν την ατμόσφαιρα μαζί με τις καθηλωτικές ιστορίες για τα πουλιά του Έβρου και το (λαθραίο) κυνήγι από το στόμα του Βέγγου. Μιλάει με γεγονότα αλλά και με προσωπικές εμπειρίες ώστε σταδιακά ανακαλύπτονται πτυχές ενός ανθρώπου που κουβαλάει πόνο και οργή θεού μέσα του. Ο ήρωας διαλέγει τον δρόμο του αίματος, της εκδίκησης και θα αποδώσει δικαιοσύνη με τον δικό του τρόπο. Η καταπληκτική ερμηνεία του Βέγγου είναι απλώς ένα δείγμα του τεράστιου ταλέντου του, ότι μπορούσε να αποδώσει έξοχα και τους δραματικούς ρόλους. Το σενάριο είναι καλύτερο και ο Βέγγος το παίρνει σχεδόν όλο πάνω του. Οι υπόλοιποι της ιστορίας συμμετέχουν αλλά δεν επηρεάζουν την εξέλιξη της ιστορίας (παρ’ότι υπάρχει συνδετικός κρίκος ανάμεσα στου δύο Έλληνες ορνιθολόγους), καθώς ο σκηνοθέτης επιλέγει να εστιάσει στην προσωπική ζωή του κυρ Αντώνη. Στο τέλος μένει μια δυνατή ιστορία σχετικά με την καταχραστική παρέμβαση του ανθρώπου στην φύση.
Η ταινία κλιμακώνεται και θα φτάσει στην απόλυτη κορύφωση με το “Βιετνάμ”, με τον Γιώργο Αρμένη. Είναι η ιστορία ενός εργοστασιάρχη, άτακτου στην εξωγαμική του ζωή, όπου εγκαταλείπεται από την γυναίκα του και τα παιδιά του. Αυτό θα τον οδηγήσει σε ένα trash αυθεντικό σκυλάδικο στο Κιλκίς, όπου τα πάντα θα γκρεμιστούν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η ιστορία αυτή είναι η πιο γνωστή και έχει ξεπεράσει προ πολλού τα cult όρια. Η απίστευτη ερμηνεία του Αρμένη (τιμήθηκε με Α’ ανδρικού στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), τα τραγελαφικά σκηνικά που λαμβάνουν χώρα στο μαγαζί, το εθνικό σπορ της μπουζουκοκατάστασης είναι μόνο μερικοί από τους λόγους που ενώ πολλοί δεν έχουν δει την ταινία, ξέρουν το “Βιετνάμ”. Ξεχωριστή κατηγορία οι μυθικές ατάκες της ταινίας (“μύριζες Βουλγάρα”,”δεν θα πεθάνουμε, ποτέ εμείς Μάκη”, “να’χουμε να γκρεμίζουμε, “Ρίχτο Ηλία, Ηλία ρίχτο” ).
Ο ήρωας με σάουντρακ το ψυχεδελικό σκυλάδικο θα οδηγήσει το γλέντι εκτός μαγαζιού, θα αγοράσει το μαγαζί 30 εκατομμύρια δραχμές (τι σημαίνει ότι δεν υπήρχαν δικηγόροι και συμβολαιογράφοι και έμειναν άνεργοι τόσοι εργαζόμενοι;) θα το γκρεμίσει και θα χαθεί στα χωράφια χορεύοντας και φορώντας την φλεγόμενη καμπαρντίνα του. Η ιστορία δεν θα μπορούσε να μην εστιάσει, έστω και λίγο, και προς την νεοελληνική νοοτροπία στα παντοδύναμα χρόνια της Πασοκοκρατίας (“είναι ματσό ο καμπαρντινάτος; ή πούλησε χωράφι και ήρθε να κάνει τον έτσι”) αλλά δεν έχει πρόθεση ούτε να σατιρίσει ούτε να καυτηριάσει την νεοελληνική σαπίλα. Η ουσία είναι πάντως ότι ο Μάκης Τσετσένογλου είναι πιο καθημερινός από τους άλλους. Θα μπορούσε να είναι συγγενής μας ή γειτονάς μας.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην επιλογή των τραγουδιών. Το “Θα πάρω φόρα” της Μαράντη έγραψε ιστορία και ήταν και το αγαπημένο τραγούδι του Αρμένη στην ταινία.
Ο Αρμένης μαζί με τον Βούλγαρη επισκέφτηκαν πολλά σκυλάδικα για να αποδώσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα στην ταινία και μάλιστα ο πρώτος έμεινε ξύπνιος σχεδόν δύο ημέρες ώστε να φανεί όλη η σωματική και πνευματική κούραση του ήρωα.
Το “Όλα είναι δρόμος” είναι από τις πιο καλές Ελληνικές ταινίες. Αποτελείται από τρεις διαφορετικές ιστορίες, τρεις μοναχικούς ήρωες που βρίσκονται σε οριακό σημείο όπου θα πράξουν ανάλογα με τον χαρακτήρα τους. Η ταινία είναι ένας ύμνος στα ανθρώπινα λάθη και τις αδυναμίες, ένας φόρος τιμής στην ευάλωτη φύση της ανθρώπινης ψυχής και στον πόνο της μοναξιάς και της απώλειας.
Οι άμεσες και εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών μεταφέρουν έντονα συναισθήματα στον θεατή και υπενθυμίζουν την πικρή αλήθεια: ότι η ζωή έχει ανηφόρες και (μεγάλες) κατηφόρες. Ότι όλα είναι δρόμος.