Pablo Aimar, ο θαυματουργός κλόουν
Είδατε την καινούργια ταινία “IT”; Σας άρεσε ο κλόουν; Ωραίος τρολάς, αλλά προτιμώ τον παλιότερο του Τιμ Κάρι. Και ακόμη πιο πολύ μ’αρέσει ένας άλλος ποδοσφαιρικός κλόουν, ο Πάμπλο Αιμάρ, για τον οποίο θα μιλήσουμε σήμερα. Το κλόουν φυσικά είναι παρατσούκλι (El Payaso για τους ομιλούντες ισπανικών). Για την χαρά που έδινε στον κόσμο, για το μόνιμο χαμόγελό του, για το εκ γενετής σημάδι στο μάγουλο που φαίνεται σαν δάκρυ, είναι οι θεωρίες γύρω από αυτό.
Ο Πάμπλο γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου του 1979 στο Ρίο Κουάρτο. Η ιστορία του δεν διαφέρει και τόσο πολύ από άλλους Λατινοαμερικάνους πιτσιρικάδες που έφτασαν ψηλά. Έπαιζε συνεχώς στους δρόμους μέχρι που ένα κοφτερό μάτι τον είδε και τον κάλεσε στις ακαδημίες της Ρίβερ Πλέιτ. Από το σπίτι δεν είχε ιδιαίτερη ενθάρρυνση ώστε να ακολουθήσει την καριέρα ενός ποδοσφαιριστή (ο πατέρας Ρικάρντο ήθελε τον γιο του να ακολουθήσει τις σπουδές του) αλλά ο μικρός Πάμπλο δεν καταλάβαινε τίποτε. Έβαλε μέχρι και τον προπονητή του στα μικρά της Ρίβερ Πλέιτ, τον θρύλο του συλλόγου Ντάνιελ Πασαρέλα, να μιλήσει στον πατέρα του. Ο Πασαρέλα πίστευε στο ταλέντο του μικρού και έτσι ο Ρικάρντο αναγκάστηκε να αποδεχθεί την μοίρα του. Ο μικρός ήταν προορισμένος για τεράστια πράγματα.
Από μικρός είχε την τρομερή ντρίμπλα, αλλά είχε και την αξιοθαύμαστη απλότητα στον τρόπο παιχνιδιού του που τον έκανε να ξεχωρίζει. Οι κλωτσιές από τους αντίπαλους αμυντικούς και οι τραυματισμοί δεν τον πτόησαν , αν και δυστυχώς ο δεύτερος παράγοντας τον ακολουθούσε συνέχεια. Στις αρχές είχε την τιμή να τροφοδοτεί παικταράδες σαν τον Μαρσέλο Σάλας και τον Χουάν Πάμπλο Άνχελ. Όπως είχε συμβεί και με τόσους άλλους, ο Μαραντόνα έχρισε τον Αιμάρ διάδοχό του. Με την Ρίβερ κατέκτησε το Απετρούτα το 1997 και το 1999 και το Κλαουσούρα το 2000.
Όλη η καλή κοινωνία στα πόδια του αλλά ο προορισμός ήταν η μεγάλη Βαλένθια του Έκτορ Ραούλ Κούπερ (Ιανουάριος 2001). Η Βαλένθια είχε τότε σπουδαίους επιθετικογενείς παίκτες σαν τον τεράστιο Μεντιέτα, τον Μπαράχα, τον Ζάχοβιτς. Ο Αιμάρ ήταν όμως το κάτι άλλο από την αρχή και ήδη από το πρώτο του παιχνίδι έκανε ακόμη και τον Κρόιφ να παραμιλάει. Το οποίο δεν ήταν άλλο από την Γιουνάιτεντ. Για τα επόμενα 4 χρόνια ο Αιμάρ -όταν δεν ήταν τραυματίας- είναι ο μπροστάρης της Βαλένθια. Συνολικός απολογισμός είναι τα 2 πρωταθλήματα (2002, 2004), ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ (2004) και φυσικά το κύπελλο ΟΥΕΦΑ (2004) με έναν χαμένο τελικό Τσάμπιονς Λιγκ (2001). Μπροστάρης μεν, αλλά δεν έγινε ποτέ ο ηγέτης της.
Ο Κούπερ είχε δώσει την απόλυτη ελευθερία στον Αιμάρ αλλά το παιχνίδι του θα απογειώνονταν με την έλευση του Ράφα Μπενίτεθ το καλοκαίρι του 2001. Ο Μπενίτεθ τον γύρισε πιο πίσω μεν, κάνοντας τον πιο δημιουργικό δε. Ο Αιμάρ μπορούσε να τρέχει παντού και έχει αμυντική προστασία, απελευθερώνοντάς τον από αμυντικά καθήκοντα. Με την σειρά του απελευθερώνει και αυτός όλη την ομάδα και η Βαλένθια κατακτάει το πρωτάθλημα μετά από 20 χρόνια. Την ίδια χρονιά (2001-2002) κλήθηκε και στην Εθνική Αργεντινής με την οποία θα συμμετέχει στο φιάσκο του Μουντιάλ 2002.
Σταδιακά άρχισαν οι τραυματισμοί που μείωναν την επιρροή του στο παιχνίδι της ομάδας, ενώ ο Μπενίτεθ είχε βρει το αντίδοτο κάνοντας την ομάδα να πιέζει ασφυκτικά. Τι και αν ο Μαραντόνα έλεγε ότι ο Αιμάρ ήταν ο μόνος παίκτης για τον οποίο θα πλήρωνε, ο χρόνος συμμετοχής του έπεφτε. Και ο Ρανιέρι που ήρθε μετά δεν τον πίστεψε. Τον κατηγορούσε ότι ήταν λιπόσαρκος και τεμπέλης.
Η αυτοπεποίθησή του είχε πέσει, οι τραυματισμοί δεν τον άφηναν ήσυχο και η θέση του στην ομάδα είχε κλωνιστεί. Ακόμη και μετά την φυγή του Ρανιέρι.
Eνώ ο Μπενίτεθ τον ήθελε στην Λίβερπουλ, εκείνος τελικά επιλέγει την Σαραγόσα. Safe επιλογή; Δεν ήθελε να φύγει από την Ισπανία; Επειδή θα έβρισκε φιλαράκια του από την Αργεντινή εκεί; Όπως και να έχει, ο Αιμάρ έκανε μάγκα αρκετές φορές τον συμπατριώτη του Ντιέγκο Μιλίτο. Eκεί αισθάνονταν ξανά ελεύθερος και παρά τους τραυματισμούς, έδειχνει ότι μπορούσε να ξαναπλησιάσει τα επίπεδα που μπορούσε. Η 2η χρονιά ήταν καταστροφική για τον σύλλογο και που υποβιβάστηκε έχοντας αναγκαστεί να πουλήσει σημαντικούς παίκτες το προηγούμενο καλοκαίρι και στην χειμερινή μεταγραφική περίοδο και φυσικά και για τον ίδιο. Ο Αιμάρ έπρεπε και πάλι να φύγει. Ήταν μόλις 27 ετών και το όνομά του ακούγονταν ακόμη και για το πρωτάθλημά μας.
Επόμενος σταθμός η Μπενφίκα που έψαχνε τον αντικαταστάτη του Ρούι Κόστα. Εκεί επιτέλους βρήκε την υγειά του, θυμίζοντας τον παίκτη που ήταν στην αρχή της καριέρας του. Έχοντας συμπαίκτες σταδιακά παίκτες σαν τον Ντι Μαρία, τον Κοεντράο, τον Ραμίρες, τον Καρντόσο αλλά και τον παιδικό φίλο του Σαβιόλα, είναι το σημείο αναφοράς της ομάδας και κατακτάει 4 πρωταθλήματα.
Ήταν 5 υπέροχα χρόνια όπως τα χαρακτήρισε και ο ίδιος. Η συνέχεια τον βρήκε στην Μαλαισία όπου πέτυχε 2 γκολ σε 8 αγώνες. Και πάλι οι τραυματισμοί δεν τον άφησαν ήσυχο αλλά δεν είχε πλέον και πολλή σημασία. Πολλοί πίστευαν ότι το τέλος είχε έρθει. Είχε γυρίσει στην Αργεντινή. Είχαν περάσει 8 μήνες από την αποχώρησή του από την Μαλαισία και πλέον προπονούνταν με την Ρίβερ Πλέιτ ξανά ώστε να κερδίσει ένα συμβόλαιο. Ενδιαφερόμενοι υπήρξαν αλλά εκείνος ήθελε να γυρίσει την Ρίβερ Πλέιτ: ήθελε να κερδίσει το συμβόλαιό του ωστόσο και όχι να του το προσφέρουν λόγω της ιστορίας του με τον σύλλογο. Δυστυχώς τα πόδια του ήταν πολύ βαριά για να μπορεί να βοηθήσει την ομάδα του αλλά τελικά έκανε μια τελευταία συμμετοχή με την ομάδα που τον ανέδειξε τον Μάιο του 2015! Κάπως έτσι αυτός ο αγώνας ήταν το κύκνειο άσμα του. Όταν η ομάδα δεν τον συμπεριέλαβε στην αποστολή για το Κόπα Λιμπερταδόρες, στα 35 του, κατάλαβε ότι το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει. To είπε και ο ίδιος στην επιστολή του:
“Ήρθαν και με βρήκαν για να μου ξεκαθαρίσουν ότι δεν το έβρισκαν σωστό να με συμπεριλάβουν στη λίστα για το Λιμπερταδόρες και μπορώ να κατανοήσω απολύτως γιατί συνέβη αυτό. Δεν είναι ωραίο να καταλαμβάνεις μια θέση υπό τέτοιες συνθήκες, κόβοντας τον «αέρα» ενός παιδιού που θα μπορούσε να’χει δηλωθεί στη θέση σου δείχνοντας την όρεξη του και σαφώς τη δύναμη που εξαπολύεται μέσα από τα «νιάτα» τα οποία τον διακατέχουν, σε αντίθεση με’μενα. Οπότε, βάζοντάς τα κάτω είπα ότι οφείλω κάπου εδώ κι εγώ με τη σειρά μου να εγκαταλείψω”.
Ένας φανταστικός αρτίστας με υπέροχη τεχνική κατάρτιση και σπάνια αντίληψη του παιχνιδιού που δεν έφτασε στο επίπεδο που άρμοζε στο πελώριο ταλέντο του. O Mέσι τον έχει χαρακτηρίσει ως το είδωλό του όταν ήταν μικρός. Πήρε πρωτάθλημα και Ευρωπαϊκό κύπελλο με την Βαλένθια και πόσα πρωταθλήματα με την Μπενφίκα. H επίσημη ανακοίνωση του συλλόγου της Βαλένθια για την αποχώρησή του ανέφερε την λατρεία των οπαδών της στο πρόσωπό του. Από την άλλη, δεν άφησε ιστορία με την Εθνική Αργεντινής: ενώ κατέκτησε το Παγκόσμιο Νέων το 1997, δεν έκανε πολλά λόγω τραυματισμών και των πολλών παικτών που αγωνίζονταν στην θέση του. Δεν μπορείς να πεις ότι μάτωνε για την φανέλα ή ότι σκίζονταν. Τραγικά υποτιμημένος, άτυχος ή υποτίμησε ο ίδιος τον εαυτό του; Και τα τρία.
Προσωπικά θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν είχε πετύχει αυτό το γκολ το 2005 στο Confederations Cup να λέω “γιατί ρε Πάμπλο δεν παίζεις ακόμη καλύτερα; γιατί δεν έφτασες εκεί που σου αξίζει να πας;”.
Μάλλον έχει δώσει και ο ίδιος έμμεση απάντηση σε αυτό: Δηλώσεις του στυλ “προτιμώ να παίζω με φίλους παρά να κερδίζω τίτλους” , “το ποδόσφαιρο το αγαπώ και ζω για το ωραίο ποδόσφαιρο αλλά έχω πειστεί ότι ο κόσμος νοιάζεται μόνο για την νίκη” δείχνουν λίγο πολύ την νοοτροπία που είχε γύρω από το άθλημα.
Πρέπει να τονίσουμε ωστόσο και την άλλη μεριά του νομίσματος: ναι ο Αιμάρ δεν έφτασε ποτέ στην κορυφή των δυνατοτήτων του αλλά η ταμπέλα “νέος Μαραντόνα” είναι η πιο βαριά που υπάρχει στον ποδοσφαιρικό κόσμο. Επίσης, η (ξεκάθαρη) αντίληψή του γύρω από το παιχνίδι μας μεταφέρει σε έναν κόσμο πιο ρομαντικό, όπου οι ποδοσφαιριστές δεν είναι τα σημερινά ρομπότ που σαρώνουν τα πάντα (ρεκόρ, τίτλοι). Ο Αιμάρ ήταν μεν επιρρεπής στους τραυματισμούς και δεν τρελαίνονταν να σκυλιάζει αλλά πρόσφερε μαγεία δυσεύρετη, τόση που μια γενιά ολόκληρη ταυτίστηκε με το όνομά του. Μαζί με τον Ρικέλμε ήταν τα τελευταία αυθεντικά δεκάρια του ποδοσφαίρου που ήταν μεν λίγο τεμπέληδες αλλά έπεσαν και θύματα των αλλαγών του σύγχρονου ποδοσφαίρου.
Η ουσία είναι μια: ο ίδιος πάντα θα θυμίζει με το παρατσούκλι του (που ο ίδιος μισούσε) ότι έκανε τον κόσμο να διασκεδάζει.