Slayer: Forever Reigning In Blood
Αυλαία λοιπόν για τους Slayer μετά από 37 χρόνια. 37 χρόνια απόλυτης κυριαρχίας στην ακραία μουσική, μετά αίματος, αβυσσαλέων συνθέσεων, κραυγών “SLAYEEEEEER” από τους εκατομμύρια οπαδούς ανά την υφήλιο, βίας, τραυματισμών, πόρωσης και πολλών άλλων τέτοιων όμορφων συστατικών.
Η αλήθεια είναι ότι δεν προκαλεί καμιά έκπληξη και είναι μια περήφανη απόφαση που τιμάει την μπάντα. Οι τελευταίες δισκογραφικές δουλειές ήταν στο καλύτερο αδιάφορες και οι δηλώσεις του Tom Araya (τραγουδιστής και μπασίστας) ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες με τον ιδρυτή και κιθαρίστα της μπάντας Kerry King. Ο μεν τόνιζε συνεχώς τα προβλήματα με την μέση του, ο δε ήταν πάντα πορωμένος και διψασμένος για αίμα και συνέχεια, βάλτε και τον θάνατο του Jeff Hanneman πριν λίγα χρόνια και τα εκατομμύρια που παίζονται από πίσω και αυτό είναι μια γενική μόνο εικόνα απ’όσα έβγαζε η μπάντα παρασκηνιακά. Η μπάντα έτσι και αλλιώς ποτέ δεν έδειχνε, και ποτέ δεν νομίζουμε, να είχαν και τις εξαιρετικές σχέσεις μεταξύ τους. Στις εμφανίσεις τους όσο και να περνούσαν τα χρόνια το είχανε ακόμη.
Ας μιλήσω σαν οπαδός λοιπόν και ας γράψω μερικά ιστορικά στοιχεία για την μπάντα, επιλέγοντας τις αγαπημένες μου στιγμές ανά δίσκο και υιοθετώντας ένα γραφικά αυθεντικό στυλ που αρμόζει στην περίσταση.
Ιδρυόμενοι το 1981 από τους Hanneman και King, βρίσκουν τον Χιλιανό Tom Araya και τον ντράμερ Dave Lombardo και κυκλοφορούν στο 1983 το “Show No Mercy”. Ακατέργαστος, επιθετικός, αιμοβόρος, διαβολικά τραχύς, ζόρικος, ταχύτατος και με attitude “ήρθαμε να μείνουμε” , ο δίσκος ήταν ο πρώτος από τους κλασικούς της μπάντας. Το πρώτο τραγούδι “Evil Has No Boundaries” θα σφράγιζε και την αισθητική και μουσική κατεύθυνση της μπάντας. Nεανικός ενθουσιασμός με μπόλικη σατανίλα και κακία αποτελούν τα συστατικά του δίσκου με τα απίστευτα “The Antichrist”, “Black Magic”, “Crionics” να αποτελούν τα αγαπημένα μου. Πόσο ξεκάθαρο να κάνει με την κραυγή του ο Tom ότι είναι όντως ο Antichrist; Το δεύτερο προκαλούσε παντού αμόκ με το απίστευτο riff του ενώ στο τρίτο έχουμε από τα λίγα (σόρι, θα το πω) σοβαρά solo των δύο μοχθηρών τυπάδων στις κιθάρες, πέρα από την γενικότερη καταπληκτική του σύνθεση (και επηρεασμένη φουλ από το N.W.O.B.H.M.).
Συνέχεια το 1984 με το EP “Haunting the Chapel” το οποίο έδωσε και το κλασικό “Chemical Warfare”, ένα τραγούδι που ο καθένας μας ουρλιάζει όταν τον πιάσει κόψιμο μετά από ένα σάπιο φαγοπότι. Διαβολικό και υποχθόνιο, ένα μικρό δείγμα για το τι θα ακολουθούσε…
Ακολούθησε στην ίδια χρόνια το “Hell Awaits”, ένας δίσκος που επηρέασε βαθύτατα την ακραία μουσική που εμφανίστηκε τα επόμενα χρόνια. Ακόμη πιο υποχθόνιο, σκοτεινό, σατανικό, με συνθέσεις που προέρχονται κατευθείαν από την κόλαση και με στίχους που έκαναν τον Άρχοντα της Κόλασης να χαμογελάει. Ένα νοσηρό αριστούργημα που εξαπολύει όλο το κακό στην γη και το ξέρεις ότι έχει γίνει όταν έχει την διαβολικά έξυπνη ιδέα να ανοίγει και να τελειώνει με την ίδια μουσική: αυτό το σαδιστικά αργό χτύπο των τυμπάνων που δίνει ρυθμό στον στρατό της κόλασης. Σταδιακά το μίσος της κολάσεως παρασύρει τα πάντα στον διάβα του και επιστρέφει στην βάση του έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή του. Το ομώνυμο κομμάτι, το “Kill Again” και το αγαπημένο μου τραγούδι της μπάντας “At Dawn They Sleep” προτείνονται ως αντιπροσωπευτικά του δίσκου. Στο τελευταίο την παράσταση κλέβει ο σχετικά αργός ρυθμός του και το ραπάρισμα του Araya στο τέλος όταν προκαλεί χαμό, ένα στοιχείο που εκμεταλεύτηκε πολλές φορές και ήταν από τα χαρακτηριστικά της ξεχωριστής φωνάρας του. Κωλόφαρδοι όσοι το άκουσαν live το 2005 στην Μαλακάσα.
Μετά κυκλοφορούν το ορόσημο “Reign in Blood” (1986), έναν από τους πιο διαχρονικούς και επιδραστικούς δίσκους στην ιστορία του metal αλλά και του rock γενικότερα. Θα μπορούσε να γραφτεί και ξεχωριστό άρθρο για τα παρασκήνια, την παραγωγή, τις συνθέσεις και την επιρροή του δίσκου αλλά θα αρκεστούμε σε πολύ βασικά πράγματα. Η παραγωγή είναι καθαρή και η μπάντα μετά από πρόταση του παραγωγού Rick Rubin αποφάσισε να κάνει τα κομμάτια όσο πιο ουσιαστικά γίνεται, κόβοντας λεπτά και κρατώντας τα απολύτως απαραίτητα. Αποτέλεσμα ήταν τα 29 λεπτά μουσικής κτηνωδίας, Νο1 επιλογή στην ερώτηση: “ποιο είναι το πιο ακραίο άλμπουμ που έχεις ακούσει ποτέ;”. Ο Araya ραπάρει και ακολουθεί με άνεση τον διαμονιώδη ρυθμό των υπόλοιπων, οι πιο κακοί άνθρωποι στον κόσμο King και Hanneman γράφουν τα πιο διάσημα τραγούδια της μπάντας και ο Lombardo κάνει μια επίδειξη του τεράστιου ταλέντου του, βομβαρδίζοντας ανελέητα. Ποιος δεν έχει σπάσει λαιμούς ακούγοντας το “Angel of Death”, ποιος δεν έχει χαρακτηρίσει ως το πιο μοχθηρό riff αυτό του “Postmortem”, ποιος δεν έχει κάνει αγώνα να προλάβει το “Necrophobic”, ποιος δεν έχει λουστεί με πόρωση και έκσταση στο “Raining Blood”; Δίσκος που ξεπέρασε τα μουσικά όρια και συνέβαλε να μπουν οι Slayer και στο pop culture της Αμερικής.
Συνέχεια το 1988 με το κλασικό “South of Heaven”. Η μπάντα αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να κοντράρει την θηριωδία του προκάτοχου και αποφάσισε να πάει σε πιο mid-tempo νόρμες με μελωδία. Ο δίσκος με τον Rick Rubin πάλι στην παραγωγή σημείωσε μεγάλη επιτυχία και φυσικά είναι πολύ πιο εμπορικός από τους προηγούμενους. Το ομώνυμο είναι ένα κλασικό κομμάτι, ενώ αγαπημένα μου είναι τα “Live Undead” και “Ghosts of War”.
To 1990 κυκλοφορούν τον τελευταίο κλασικό τους δίσκο (αλήθεια είναι), και προσωπικά αγαπημένο μου, “Seasons in the Abyss”, συνεχίζοντας πάλι στο mid-tempo μοτίβο συνθέσεων κάνοντας και μερικές εξαιρέσεις βέβαια όπως το κλασικό “War Ensemble”. Κλασικά κομμάτια είναι και τα “Dead Skin Mask” (είχε ένα κόλλημα πάντα ο Araya με δολοφόνους), το “Blood Red” και φυσικά και το τραγούδι που έγινε και το πρώτο βίντεο της μπάντας μπροστά στις πυραμίδες της Γκίζα στην Αίγυπτο. To πόσο γουστάρω αυτό το βίντεο δεν λέγεται.
Από εκεί και πέρα προχωράμε σε μια νέα φάση της μπάντας. Ο Lombardo δεν αντέχει την μαλακισμένη συμπεριφορά των άλλων και αποχωρεί όντας και πατέρας, προχωρώντας σε άλλες συνεργασίες που βοήθησαν να αναπτύξει το πελώριο ταλέντο του. Τα 90’ς γενικά έφεραν μια νέα άποψη πάνω στο metal και οι Slayer φυσικά δεν θα μπορούσαν να μην επηρεαστούν, τουλάχιστον στην κατεύθυνση της μουσικής τους, γιατί η επιθετικότητα και η βίαια αισθητική δεν τους εγκατέλειψε ποτέ. Το “Divine Intervention” (1994) ήταν το πρώτο με τον Paul Bostaph πίσω στα τύμπανα και ο ήχος είναι ξεκάθαρα διαφορετικός από τους προηγούμενους δίσκους. Ο ήχος του θα σφράγιζε τις μετέπειτα παραγωγές και τον στουντιακό ήχο της μπάντας. Groov-άτος, λίγο πιο χαοτικός και λιγότερο καθαρός, αρκετά πρόχειρος δυστυχώς στην μίξη και παραγωγή. Η ενέργεια πάντως υπάρχει και δεν μπορείς να πεις ότι υπάρχουν ιδιαίτερα αδύναμες στιγμές, με τα “Fictional Reality”, “Dittohead”, “Serenity in Murder” , “213” να προτείνονται, σε έναν δίσκο που δεν μπορείς να πεις ιδιαίτερα ότι κορυφώνεται από την άλλη. Επίσης είναι ο πρώτος δίσκος που ο Araya περισσότερο φωνάζει παρά τραγουδάει. Το “Undisputed Attitude” (1996) περιέχει αποκλειστικά punk διασκευές εκτός από το τραγούδι “Gemini”. Πορωτικός, διασκεδαστικός δίσκος που έχει την ενέργεια και τον θυμό του punk διοχετευμένα στην βίαιη αισθητική των Slayer. Περνάς καλά και συνεχίζεις. Επιστροφή στο γράψιμο κομματιών με το “Diabolus in Musica” (1998), έναν δίσκο του οποίου η περιοδεία έφερε την μπάντα στην χώρας μας, και στην Αθήνα με τους System of a Down. Tο nu-metal και ο groovy ήχος της εποχής επηρεάζει ξεκάθαρα τους Slayer και δημιουργούν ένα πιο πειραματικό δίσκο, κάτι που καταλαβαίνεις αμέσως από το σημείο στα φωνητικά στην μέση του εναρκτήριου “Bitter Peace”. Το “Stain of Mind” είναι κομματάρα, σε έναν δίσκο που έχει αρκετά μεγάλη διάρκεια χωρίς λόγο.
Προχωράμε με τα 00’ς και τον πρώτο δίσκο που άκουσα ποτέ από την μπάντα το “God Hates Us All” (2001), η περιοδεία του οποίου έφερε πίσω τον μεγάλο Lombardo στα τύμπανα. Πάντα έβρισκα την παραγωγή χειρότερη απ’ότι οι δυνατές συνθέσεις του δίσκου αξίζουν να έχουν αλλά όπως και να χει τα “Disciple”, “God Sent Death” , “New Faith” με σημάδεψαν. Ξύλο, πολύ groove, πόρωση, αρκετά ανώτερος δίσκος από τους προκατόχους των 90’ς.
Η μπάντα είναι σε πολύ καλό σημείο μετά την κυκλοφορία του “Christ Illusion” (2006) κερδίζοντας Grammy και πηγαίνοντας και στην εκπομπή του Jimmy Fallon. Οι γραφικότητες στους στίχους χτυπάνε κόκκινο, λες και απευθύνονται σε 15χρονους αλλά δεν ενοχλεί και τόσο μιας και το περιεχόμενο είναι αρκετά αξιοπρεπές. Η καθαρή παραγωγή βοηθάει αρκετά επίσης μιας και δεν υπάρχει τόσο αυτό το χάος των προηγούμενων κυκλοφοριών. H δισκογραφική συνέχεια δυστυχώς απλά έδειξε ότι η μπάντα δεν είχε αρκετό μέλλον, ειδικά στο “Repentless” (2015) που ήταν αισχρό. Το “World Painted Blood” (2009) είχε κάποιες συμπαθητικές στιγμές μέσα στην γενική μετριότητά του, ο διάδοχός του ήταν…απαράδεκτος.
Φυσικά στο μεσοδιάστημα των δύο τελευταίων δίσκων προέκυψε και ο θάνατος του Jeff Hanneman το 2013, από κατεστραμένο συκώτι. Είχε τεθεί αρκετό καιρό εκτός πριν από μερικά χρόνια λόγω δαγκώματος δηλητηριώδους αράχνης που του έτρωγε τον ιστό στο χέρι του (αστείο της εποχής ήταν ότι η αράχνη έπρεπε να πεθάνει). Για ακόμη μια φορά έφυγε και ο Lombardo με τον King να σχηματίζει μεν την καλύτερη τετράδα που θα μπορούσε να έχει αλλά δεν ήταν δισκογραφικά αρκετό.
Η μπάντα ανακοίνωσε παγκόσμια αποχαιρετιστήρια περιοδεία το 2018. Είχα την τύχη να τους δω το 2008 στην Αμβέρσα και να παίζουν όλο το “Reign in Blood”, μια συναυλία που για προφανείς λόγους δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ελπίζω να περάσουν από τα μέρη μας στην τελευταία περιοδεία τους να τους απολαύσουμε για μια τελευταία φορά.
Πρόσφατα, εμφανίστηκαν ξανά στο show του Jimmy Fallon και έπαιξαν μπροστά σε πόσα εκατομμύρια τηλεθεατές το “Raining Blood”. Δεν ξέρω αν αντιλαμβάνεστε πόσο σπουδαίο είναι αυτό!
Δυστυχώς μεγαλώνουμε και πρέπει να αποδεχθούμε ότι σιγά σιγά θα αποχαιρετήσουμε και άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες. Ευτυχώς η μουσική των Slayer θα μείνει για πάντα και θα συντροφεύει στις απόλυτα κάφρικες και (καλώς εννοούμενες) βίαιες στιγμές μας. Το πάνθεον στην μουσική το έχουν κερδίσει με το παραπάνω, τόσο καλλιτεχνικά όσο και μουσικά και η κραυγή “SLAYEEEEEER” θα ηχεί από τα βάθη της κόλασης και θα ενοχλεί μέχρι και τα ουράνια.