Τα social media ως μέσο εκβιασμού των μεγάλων παικτών

Χαμένοι στα λάικς, στα follow και στα τουίτς. Μια ολόκληρη γενιά (και πολλές που θα επακολουθήσουν) βυθισμένη στο βούρκο των social media, με τα καλά τους και τα κακά τους. Άλλους τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης τους βοηθάνε, άλλους τους ρίχνουν στο βούρκο της οκνηρίας, της βαρεμάρας και του ωχαδερφισμού. Είναι μια τεράστια συζήτηση το πώς και το γιατί επηρεάζουν τη ζωή μας τα φέισμπουκς και τα ίνσταγκραμ αυτού του κόσμου αλλά εγώ θα κάνω τη συζήτηση αρκετά πιο συγκεκριμένη και θα την πάω στους ποδοσφαιριστές που ασχολούνται με αυτά.
Όλο εμφανίζονται άρθρα του στιλ «Ανέβασε ποστ-σπόντα για τον προπονητή του ο τάδε», «Ανέβασε τη νέα του σύντροφο στο ίνσταγκραμ ο δείνα», «έκανε λάικ σε ποστ άλλης ομάδας ο Χ» και πάει λέγοντας. Σε τι εποχή ζούμε ακριβώς; Έχουν μπει στο τρυπάκι όλοι οι ποδοσφαιριστές κι επειδή ακριβώς ξέρουν τι ντόρο μπορούν να προκαλέσουν με ένα λάικ ή ποστ τους, το εκμεταλλεύονται κατά κόρον για να εκβιάσουν καταστάσεις, να κερδίσουν πιο πλουσιοπάροχα συμβόλαια, να διώξουν προπονητές που δεν τους «χωνεύουν» ή να ρίξουν τη σπόντα για ένα συμπαίκτη τους.
Θα μου πεις πως για όλα φταίει ο Τύπος που τα μεγαλοποιεί ή εμείς οι ίδιοι που πατάμε σαν τρελοί κλικ και λάικ και σέαρ σε τέτοιες ειδήσεις, θα σου πω πως επ’ ουδενί δεν θεωρώ τίμιο ο εκάστοτε ποδοσφαιριστής να χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης για οποιοδήποτε θέμα τον «βασιλιά των υπονοούμενων»: τα Social Media.
Δεν είμαι μεγάλος σε ηλικία ούτε έχω ζήσει το ποδόσφαιρο των 80’s αλλά έχω κάθε λόγο να πιστεύω πως τότε ο εκάστοτε Πογκμπά θα πήγαινε στον προπονητή του και θα του έλεγε «μεγάλε, δεν σε πάω, δεν με πας, έλα να το λύσουμε για να αρχίσει η ομάδα να ρολάρει» και δεν θα έκανε λάικ σε άλλες ομάδες ή σε δημοσιεύματα πως «ο παίκτης είναι δυσαρεστημένος από τον προπονητή του και σκέφτεται να ζητήσει μεταγραφή».
Δεν τριαντάρησα καν αλλά πιστεύω βαθιά μέσα που πως ο εκάστοτε Βιντάλ του 1990, εάν δεν τον έβαζε ο προπονητής του να παίζει, δεν θα ανέβαζε ποστ σχετικά με προδοσίες και γεμάτο υπονοούμενα, αλλά θα σκύλιαζε επί 1000 για να δείξει στον προπονητή του πως αξίζει να παίζει.
Αν το καλοσκεφτούμε, βρισκόμαστε στην εποχή του μεγαλύτερου χάσματος μεταξύ ποδοσφαιριστών και προπονητών: Οι προπονητές της εποχής μας δεν μεγάλωσαν με smart phones και ως τώρα είχαν την εντύπωση πως οτιδήποτε είχαν να αποδείξουν οι παίκτες τους, θα το έκαναν εντός γηπέδου ή έστω πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα αυτό δεν υπάρχει. Τώρα εάν θέλει κάποιος να το παίξει παρεξηγημένος, παραπονεμένος ή εάν θέλει να εκβιάσει καταστάσεις, ένα ποστ αρκεί. Και δυστυχώς βρισκόμαστε στην εποχή όπου περισσότερο πουλάνε οι εντυπώσεις παρά η ουσία. Οπότε, πάντοτε το δίκιο θα το έχει ο ποδοσφαιριστής ή ο ατζέντης από πίσω του και σπανίως ο προπονητής ή η ομάδα.
Γεμίσαμε κακομαθημένους που δεν έχουν αποδείξει τίποτα και αντί να μετράνε τρόπαια, χιλιόμετρα, γκολ, ασίστ και τάκλιν, μετράνε followers και likes. Για την ακρίβεια, βάζουν πάνω από την ίδια τους την ομάδα και τους φιλάθλους της, μονάχα το συμφέρον τους. Και δεν λέω πως ποτέ στο παρελθόν δεν γινόταν αυτό, απλώς εάν παλιά για να διεκδικήσεις κάτι ή για να κάνεις ένα παράπονο χρειαζόταν να έχεις κάποια αιτιολόγηση και κάποια «γαλόνια» μέσα στο γήπεδο, πλέον αρκεί ένα τρέντι κούρεμα ή μια φωτογραφία με «ψαγμένο» περιεχόμενο και αρκετοί χιλιάδες followers.
Από τα νούμερα δίπλα στις στατιστικές, άρχισαν πλέον να μας νοιάζουν τα νούμερα κάτω από τις φωτογραφίες. Μακάρι να επιβιώσει το δύσμοιρο ποδοσφαιράκι μας από αυτή τη μάστιγα.