Κοινωνικός αποκλεισμός και ποδόσφαιρο

Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου για τις κοινωνικές ασθένειες και το πώς συνδέονται και γίνεται απόπειρα αντιμετώπισής τους με εργαλείο το ποδόσφαιρο, σήμερα θα δούμε την περίπτωση του David (το όνομα είναι υποθετικό, η ιστορία αληθινή), ο οποίος έπασχε από κοινωνική φοβία και αγχώδη διαταραχή, και τον τρόπο με τον οποίο το ποδόσφαιρο στάθηκε δίπλα του σε όλη την προσπάθεια για να αντιμετωπίσει όσα τον πονούσαν.
Μεγαλώνοντας σε μια μονογονεϊκή οικογένεια κι έχοντας την πεποίθηση πως πρέπει για πάντοτε να είναι ο προστάτης της μητέρας του, μην έχοντας γνωρίσει τον πατέρα του, ένιωθε την ανάγκη να κερδίζει την αποδοχή της, συνεχώς ενθαρρύνοντας τη δική της στάση ζωής απέναντι στην κοινωνία.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, δεν κατάφερε να αποκτήσει δική του, προσωπική ταυτότητα κι έτσι να σχηματίσει τη δική του στάση ζωής και δικές του απόψεις για ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι, δεν κατάφερε να χτίσει μία προσωπικότητα η οποία σε περιόδους δυσχερειών θα μπορούσε να τον βοηθήσει να τα φέρει όλα εις πέρας.
Λόγω δυσκολιών στη δουλειά, ο David δεν ήταν συναισθηματικά και ψυχολογικά σε ένα καλό επίπεδο. Το μόνο που τον ενδιέφερε είναι να ικανοποιεί τους άλλους κι ανησυχούσε συνεχώς πως τους απογοητεύει. Όλο αυτό είχε ως αποτέλεσμα να νιώθει νευριασμένος, ανίκανος να δημιουργήσει συνθήκες προσωπικής ευτυχίας.
Κλείστηκε τελείως στον εαυτό του, έπαψε να βλέπει τους φίλους του κι έτσι αντί να ψάχνει τρόπους να βγει έξω από το ψυχολογικό του αδιέξοδο, προτίμησε να κλειστεί και να απομονωθεί μέσα σε αυτό. Το μόνο που έκανε ήταν να παίζει παιχνίδια ποδοσφαίρου στον υπολογιστή. Ενώ αυτό του χάριζε για λίγο και πάλι τον έλεγχο, συνέχιζε να νιώθει πως η ίδια του η ύπαρξη είναι μία αποτυχία. Εν συνεχεία, προσπάθησε να αυτοκτονήσει παίρνοντας υπερβολική δόση από παυσίπονα.
Ο David και η περίπτωσή του ανατέθηκαν σε έναν ψυχολόγο για θεραπεία. Στις συζητήσεις, ανέφερε πως το μεγάλο του πάθος ήταν το ποδόσφαιρο και πως ήταν το μοναδικό πράγμα με το οποίο ήλπιζε πως θα μπορούσε να νιώσει καλύτερα, την ώρα που τον «έτρωγε» η ασθένειά του.
Όπως είπε ο ψυχολόγος του, «το ποδόσφαιρο ως μεταφορά για την ίδια τη ζωή μας επέτρεψε να ανακαλύψουμε νέους δρόμους διερεύνησης για τον τρόπο ζωής, για την αναζήτηση της ευτυχίας καθώς και για ζητήματα προσωπικότητας. Οι συζητήσεις μας περιλάμβαναν θέματα σχετικά με την αξιοπρέπεια, την αδελφοσύνη, τη διαφορετικότητα. Ζώντας για τους άλλους, ο David δεν απολαμβάνει ψυχική ηρεμία, ικανοποίηση ή ευτυχία».
Σιγά-σιγά, ο David εντάχθηκε σε μια τοπική λέσχη οπαδών καθώς και στο γυμναστήριο της γειτονιάς του. Άρχισε να μιλά και να σκέφτεται για τα πλεονεκτήματα του να έχεις φίλους που μοιράζονται το ίδιο πάθος με εσένα για το ποδόσφαιρο.
Το ποδόσφαιρο του προσέφερε έναν τρόπο προσωπικής αξιολόγησης και θεραπευτικής ανάπτυξης, καθώς χρησιμοποιούσε αλληγορικά τα πινακάκια βαθμολογιών των Πρωταθλημάτων για να αξιολογήσει τη δική του πρόοδο, τις δικές του «ήττες και νίκες» στη ζωή.
Άρχισε να ασχολείται λιγότερο με το να ικανοποιεί τους άλλους και ξεκίνησε να φτιάχνει προσωπικές σχέσεις πολύ πιο ισορροπημένες. Ακολουθώντας τις σκέψεις του Αλμπέρ Καμί, ο David είχε πια καταλάβει πως όπως και στο ποδόσφαιρο, έτσι και στη ζωή τα πράγματα δεν πηγαίνουν πάντοτε όπως τα θέλουμε. Ο καθένας μας πρέπει να αποδεχθεί πως θα υπάρξουν περίοδοι επιτυχιών, μα και αποτυχιών, καθώς η αστάθεια, η «έλλειψη ρυθμού» καθώς και οι σωματικές ανισορροπίες, είναι πράγματα που μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή.
Η περίπτωση του David είναι μία από τις πολλές. Όλο και περισσότεροι φορείς χρησιμοποιούν το ποδόσφαιρο ως αλληγορία για τη ζωή και αναγνωρίζουν τις θεραπευτικές του ιδιότητες.