Άλεξ Ντε Σόουζα, ο σουλτάνος της Φενέρ
Συζητώντας με έναν Τούρκο και έναν Βραζιλιάνο συνάδερφο μοιραία αναφέρθηκε το όνομα του Άλεξ, του μάγου της Φενέρ.
“Ξέρεις την ιστορία με τον στρατιώτη που είχε χάσει τα πόδια του και είχε ζητήσει από τους γιατρούς να του φτιάξουν πρόσθετα μέλη που θα ήταν ρέπλικα των ποδιών του Άλεξ; Ή πόσοι οπαδοί της Φενέρ έχουν ονομάσει τα παιδιά τους Άλεξ”. Μας είπε ο Καντίρ. Ο Ζόρζε απλά επιβεβαίωσε το πόσο παικταράς ήταν.
Τα βλέπαμε και εμείς εδώ τα μαγικά του Άλεξ, αλλά περιστασιακά, σε κανα βίντεο από αγώνα στο Τσάμπιονς Λιγκ συνήθως. Ο παικταράς μοίραζε ασίστ σαν καραμέλες, ντρίμπλαρε και γελοιοποιούσε αντιπάλους για πλάκα και σκόραρε με υπερφυσική συχνότητα (σε 1030 παιχνίδια μέτρησε 421 γκολ και 363 ασίστ όπως μας πληροφορεί η Wikipedia).
Το ταξίδι του άρχισε στην Κοριτίμπα, την γενέτειρά του, όπου στα 18 του βοήθησε την ομώνυμη ομάδα να ανέβει στην πρώτη κατηγορία.
Στα 22 του ήταν στους τρεις κορυφαίους σκόρερ του κόσμου με τα περισσότερα γκολ σε διεθνές επίπεδο, με την Εθνική και τον σύλλογό του (Παλμέϊρας), μοιραζόμενος την δεύτερη θέση με τον Ριβάλντο και όντας πίσω από τον Ραούλ. Τότε πήρε και το Κόπα Λιμπερταδόρες απέναντι στην Ντεπορτίβο Κάλι. Στα 23 του έφτασε ξανά στον τελικό της διοργάνωσης αλλά είδε την ομάδα του να χάνει το τρόπαιο στα πέναλτι από τη Μπόκα.
Στα 24 του έκανε το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη για να υπογράψει επαγγελματικά – δανεικός στην Πάρμα, μια κίνηση που δεν βγήκε σε καμία από τις δύο μεριές.
Στα 25 του είχε πάρει το εσωτερικό τρεμπλ με την Κρουζέιρο, ψηφιζόμενος ως ο καλύτερος παίκτης του πρωταθλήματος.
Το 2004 ήταν και η χρονιά όπου κατέκτησε και το Κόπα Αμέρικα έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο, όντας και αρχηγός της. Η θέση του ωστόσο ήταν (AMC κλασικό που λέγαμε και στο FM) ευχή και κατάρα. Ευχή για τον ποδοσφαιρόφιλο και τον οπαδό της Φενέρ κυρίως με όλα αυτά που έκανε στο γήπεδο, κατάρα για τον ίδιο όταν είχε στην γενιά του τον Ριβάλντο, τον Ροναλντίνιο, τον Ζε Ρομπέρτο, τον Περναμπουκάνο και μετέπειτα τον Κακά. Λίγο η υπερπληθώρα στην θέση του, λίγο το γεγονός ότι αγωνίζονταν πλέον στην Τουρκία ήταν δύο από τους λόγους που δεν του ξαναέδωσαν ευκαιρίες στην σελεσάο. Είχε καμια νύξη με τον Ντούνγκα και κάπως έτσι το 2005 ήταν η τελευταία χρονιά που φόρεσε την φανέλα της Βραζιλίας.
Κοντός, με εκπληκτική ισορροπία, υπέροχο κοντρόλ, φανταστική τεχνική μπορούσε να παίξει και αριστερά όπως και σαν δεύτερος επιθετικός.
Στα 26 του (2004) ξεκίνησε το μαγικό του ταξίδι στην Τουρκία, όπου έγινε ο κορυφαίος παίκτης της ιστορίας της Φενέρ. Στην πρώτη σεζόν του ήταν ο κορυφαίος σκόρερ της λίγκας (24 γκολ, 16 ασίστ). Ήταν απλή η αρχή του παραμυθιού.
Στα 30 του πλέον ήταν και ο αρχηγός του συλλόγου.Την ίδια χρονιά (2007-2008) ήταν και ο βασικός συντελεστής φυσικά της πορείας μέχρι τα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ όπου η Φενέρ αποκλείστηκε από την Τσέλσι. Συνολικά μοίρασε 6 ασίστ σε εκείνη την αγωνιστική περίοδο στην διοργάνωση.
Οι 3 ξερές χρονιές της Φενέρ δεν εμπόδισαν τον Άλεξ να έχει πάντα διψήφιο αριθμό σε γκολ και ασίστ. Το 2010/2011 θα έρθει η εξωπραγματική χρονιά του με τα 28 γκολ και η επιστροφή στους τίτλους.
Κάπου όμως όλα τα παραμύθια έχουν ένα τέλος: Στόχος του Άλεξ ήταν να φτάσει τα 140 γκολ και να γίνει ο απόλυτος ρέκορτμαν του συλλόγου, ξεπερνώντας τον προπονητή του στην τελευταία χρονιά Αϋκούτ Κοτσαμάν. Όταν ο δεύτερος ανακοίνωσε ότι ο 35χρονος Άλεξ δεν θα ήταν στις βασικές επιλογές του, ο Βραζιλιάνος ξεκίνησε πόλεμο κατηγορώντας τον προπονητή ότι δεν θέλει να του πάρει την δόξα των ρεκόρ. Ο Κοτσαμάν ήθελε να συμμετέχουν όλοι στην άμυνα, κάτι που ο Άλεξ ως κλασικός Βραζιλιάνος μεσοεπιθετικός δεν μπορείς να πεις ότι έκανε συχνά. Όλη αυτή η κόντρα έφερε τον υποβιβασμό του στην δεύτερη ομάδα και τελικά την λύση του συμβολαίου τον Οκτώβριο του 2012.
Η αντίδραση των οπαδών άμεση: φανέλες με το όνομα του προπονητή και του προέδρου κάηκαν ενώ ο Άλεξ είδε μια λαοθάλασσα μπροστά στο σπίτι του να συμπαραστέκεται και να τον ευγνωμονεί για όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν οι ίδιοι που είχαν χρηματοδοτήσει να ανεγερθεί το άγαλμά του μόλις έναν μήνα πριν, μια μέρα μετά τα γενέθλιά του (14 Σεπτεμβρίου).
Ήταν τότε που δήλωνε:
“Δεν ξέρω πως έγινα είδωλο για τους Τούρκους. Δεν έκανα κάτι διαφορετικό απ’ότι στην Βραζιλία. Αφοσιώθηκα στην ομάδα αλλά δεν έκανα κάτι διαφορετικό ώστε να αξίζω αυτό το άγαλμα. Έπαιζα ποδόσφαιρο και προσπαθούσα να κάνω το καθήκον μου”.
Πέρα από τις εξωπραγματικές εμφανίσεις και επιδόσεις του, ο Άλεξ δεν είχε καμία σχέση με άλλους συμπατριώτες που έψαχναν και ψάχνουν την μαρμίτα σε αντίστοιχες χώρες. Έμαθε την γλώσσα, αγάπησε την χώρα και τον τρόπο ζωής της και αυτό οι γείτονες το εκτίμησαν.
Γι’αυτό και όταν υπήρχε αυτή η λαοθάλασσα σπίτι του μετά την αποχώρησή του, υπήρχαν οπαδοί και της Μπεσίκτας και της Γαλατά: όλοι θέλανε να τιμήσουν τον σπουδαιότερο ξένο που αγωνίστηκε στην χώρα τους.
Πηγές: https://thesefootballtimes.co, https://www.planetfootball.com