Τζενάρο Γκατούζο: Ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών
Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να περιγράψει κανείς με λέξεις τον Τζενάρο Γκατούζο. Όσα κι αν πεις γι’ αυτόν, πάντοτε υπάρχει η πιθανότητα να σου ξεφύγει κάτι από όσα τον χαρακτηρίζουν. Γεννημένος στην Καλαβρία στις 9 Ιανουαρίου του 1978, ο Ρίνο ήταν ως παίκτης η επιτομή αυτού που ονομάζουμε «Δυναμικός Μέσος».
Ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία από την Περούτζια, στην οποία έμεινε συνολικά 7 χρόνια σε επίπεδο ακαδημιών και πρώτης ομάδας, πριν πάρει την απόφαση να πάρει το δρόμο της ξενιτιάς, αφού σε ηλικία μόλις 19 ετών, πηγαίνει στη Σκωτία και τη Ρέιντζερς.
Ένας οποιοσδήποτε νεαρός Ιταλός που ξαφνικά βρίσκεται από τις ηλιόλουστες πεδιάδες της γειτονικής χώρας στην ομιχλώδη, βιομηχανική Γλασκώβη, μπορεί και να είχε χαθεί ή να είχε βυθιστεί στην κατάθλιψη, αλλά ο Ρίνο Γκατούζο δεν ήταν οποιοσδήποτε νεαρός Ιταλός, αλλά ένας πραγματικά σκληρός κ@@λης.
Υπό τις οδηγίες του Γουόλτερ Σμιθ, παίρνει θέση βασικού και κερδίζει την παντοτινή αγάπη των οπαδών της ομάδας, για λόγους ευνόητους, αφού ήταν από τους παίκτες που δε μασούσαν ποτέ να βάλουν τα πόδια τους στη φωτιά, να συρθούν στο έδαφος, να ματώσουν, οτιδήποτε χρειαστεί για να βοηθήσουν την ομάδα.
Όταν ο Σμιθ αντικαταστάθηκε από τον Ντικ Άντβοκαατ ξεκίνησε και η αντίστροφη μέτρηση για τον Γκατούζο στους Ρέιντζερς, αφού ο Ολλανδός δεν τον πίστεψε ποτέ και τελικά μεταγράφηκε το 1998 στην Σαλερνιτάνα, η οποία είχε μόλις προβιβαστεί στην πρώτη κατηγορία του Ιταλικού πρωταθλήματος.
Παρά τις καλές του εμφανίσεις, η ομάδα υποβιβάστηκε και ο Γκατούζο έπρεπε να βρει τον επόμενο σταθμό της καριέρας του. Τότε ήρθε η πρόταση από τη Μίλαν, την ομάδα που έμελλε να είναι ο μεγάλος έρωτας της καριέρας του.
Παίρνοντας γρήγορα φανέλα βασικού, ο Γκατούζο έφτασε στο απόγειο της καριέρας του στο Μιλάνο υπό τις οδηγίες του Κάρλο Αντσελότι. Χρησιμοποιώντας τον ως δίδυμο στα αμυντικά χαφ με τον αρτίστα Αντρέα Πίρλο, ο Ρίνο εξελίχθηκε σε φόβητρο για τους αντιπάλους, ένα άγριο πίτμπουλ που σταματούσε κάθε υποψία ανάπτυξης παιχνιδιού για την ομάδα που αντιμετώπιζε τη Μίλαν.
Συνολικά στους «Ροσονέρι» έπαιξε 468 παιχνίδια σε 13 σεζόν, σκοράροντας 11 φορές και κατέκτησε 2 πρωταθλήματα, ένα κύπελλο, ένα Ιταλικό Σούπερ Καπ, 2 Τσάμπιονς Λιγκ, 2 Ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ και ένα παγκόσμιο κύπελλο συλλόγων. Τελευταίος σταθμός της ποδοσφαιρικής του καριέρας ήταν η Ελβετική Σιόν, στην οποία εντάχθηκε το καλοκαίρι του 2012 και μάλιστα από το Φεβρουάριο του επόμενου έτους ανέλαβε και προπονητής της ομάδας, αντικαθιστώντας έναν άλλο παλιό μας γνώριμο, τον Βίκτορ Μουνιόθ, που είχε περάσει κι από τον Παναθηναϊκό.
Παράλληλα φυσικά με την πορεία του στους συλλόγους, ο Τζενάρο τίμησε όσο λίγοι και τη φανέλα της εθνικής Ιταλίας, αγωνιζόμενος σε όλα της τα κλιμάκια και γράφοντας 73 συμμετοχές κι ένα γκολ με την ομάδα των ανδρών, αποτελώντας βέβαια και ακρογωνιαίο λίθο της ομάδας που κατέκτησε το Μουντιάλ του 2006 στη Γερμανία.
Κι αν ως παίκτης έμεινε αλησμόνητος, μάλλον δε μπορεί να πει το ίδιο κανείς για την προπονητική του καριέρα. Πρώτη του εμπειρία, όπως είπαμε παραπάνω, ήταν ο πάγκος της Σιόν, ενώ η πρώτη ομάδα που του εμπιστεύτηκε αμιγώς προπονητικό ρόλο, ήταν η Παλέρμο τον Ιούνιο του 2013. Ωστόσο, ο Γκατούζο δεν μακροημέρευσε στη Σικελία, αφού απολύθηκε τον ίδιο Σεπτέμβριο. Είχε έρθει η ώρα να τον θαυμάσουμε και στη χώρα μας.
Τον Ιούνιο του 2014, αναλαμβάνει τον ΟΦΗ, σε μια κίνηση που έκανε αίσθηση όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη. Παρότι ξεκίνησε με προσδοκίες, τελικά τον θυμόμαστε περισσότερο για το επικό του ξέσπασμα στη συνέντευξη τύπου και λιγότερο για τα προπονητικά του επιτεύγματα. Παραιτήθηκε το Δεκέμβριο του 2014, λόγω και των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε η ομάδα του Ηρακλείου.
Η επιστροφή του στους πάγκους έγινε τον Αύγουστο του 2015 για την ομάδα της Πίζα, ομάδα τρίτης κατηγορίας, την οποία ανέβασε στη δεύτερη, στη συνέχεια παραιτήθηκε και μετά ξαναπροσλήφθηκε. Φοβερά πράγματα από μία φοβερή προσωπικότητα.
Τελικά, το 2017 ο Γκατούζο επέστρεψε εκεί που θεωρεί πως είναι το σπίτι του, δηλαδή στη Μίλαν. Ανέλαβε αρχικά τη δεύτερη ομάδα των «Ροσονέρι», πριν πάρει την προαγωγή για την πρώτη ομάδα, αντικαθιστώντας τον Βιντσέτζο Μοντέλα το Νοέμβριο του 2017. Φυσικά, η Μίλαν απέχει χρόνια τώρα από τις επιτυχίες, οπότε ο Γκατούζο δύσκολα θα έσπαγε αυτή τη νόρμα. Απομακρύνθηκε, λύνοντας το συμβόλαιό του κοινή συναινέσει το Μάιο του 2019.
Από το Δεκέμβριο του 2019, είναι προπονητής της Νάπολι, στην οποία προσπαθεί να μαζέψει τα ασυμμάζευτα, μετά από μία σειρά ατυχών επιλογών του ιδιοκτήτη της ομάδας σε παίκτες και τεχνικό τιμ, με τα πρώτα δείγματα να είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά.
Γενικώς, όπως και όταν έπαιζε, ο Γκατούζο δείχνει να έχει αναλάβει το ρόλο του ανθρώπου των ειδικών αποστολών ως προπονητής. Όταν ο εκάστοτε πρόεδρος χρειάζεται κάποιον να «Σφίξει τα λουριά», ο Τζενάρο είναι εκεί για να αναλάβει. Το μόνο πρόβλημα είναι πως δε τα καταφέρνει το ίδιο καλά ως προπονητής, όπως το έκανε ως παίκτης.
Ας είναι, όσοι τον ζήσαμε στο peak της καριέρας του, θα τον θυμόμαστε πάντα για το πείσμα του και την αυτοθυσία του στο γήπεδο με αγάπη και σεβασμό.
Χρόνια πολλά γίγαντα Τζενάρο!