Λούκα Μόντριτς: Από τις βόμβες και την προσφυγιά, στην απόλυτη καταξίωση
Ο Λούκα Μόντριτς, αν δεν ήταν διεθνούς φήμης ποδοσφαιριστής, θα ήταν μάλλον μια αδιάφορη φυσιογνωμία για τους περισσότερους στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Στην εποχή των κλαρινογαμπρών, των εκατομμυρίων τατουάζ που ανάθεμα κι αν ξεχωρίζει το οτιδήποτε, των social media και της επίδειξης, ο Κροάτης παικταράς κρατά ψηλά τη σημαία της ασχήμιας, δείχνοντας ότι υπάρχουν ακόμη κανονικοί, καθημερινοί άνθρωποι, που παίζουν ποδόσφαιρο.
Κι όμως, αν κοιτάξεις την ιστορία του, ήταν περίπου αυτοεκπληρούμενη προφητεία ότι ο Μόντριτς θα έφτανε να παίξει ποδόσφαιρο στο τόσο υψηλό επίπεδο. Παρότι υστερούσε από μικρός από άποψη φυσικών προσόντων έναντι των αντιπάλων του, έχτισε από νωρίς έναν πολύ δυνατό χαρακτήρα, σφυρηλατημένο στις φλόγες του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας και έμαθε να ξεπερνά τα εμπόδια, όσο ψηλά κι αν έμοιαζαν αυτά.
Γεννημένος στις 9 Σεπτεμβρίου του 1985, στο χωριό Μοντρίτσι (είχε ήδη χωριό με το όνομά του ο τύπος, πόσο μπροστά), δίπλα στην πόλη Ζάνταρ της Κροατίας, ο μικρός Λούκα περνούσε μια σχετικά ήσυχη παιδική ηλικία, βόσκωντας Γίδια στα βουνά της πατρίδας του, όταν ξέσπασαν τα θλιβερά γεγονότα του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας, με τη σοσιαλιστική συνομοσπονδία να καταρρέει.
Ο πόλεμος σημάδεψε βαθιά την οικογένεια Μόντριτς και τον μικρό Λούκα, αφού το Δεκέμβριο του 1991, ο συνονόματος παππούς του εκτελέστηκε από Σέρβους αυτονομιστές του ΣΑΟ Κράϊνα, δίπλα από το σπίτι της οικογένειας στο χωριό. Μετά από αυτό το συμβάν, η οικογένεια αποχώρησε για το Ζάνταρ, φοβούμενοι για τη ζωή τους, ενώ το σπίτι τους παραδόθηκε στις φλόγες από τους Σέρβους, ούτως ώστε να μην έχουν κάπου να επιστρέψουν.
Φτάνοντας στο Ζάνταρ, η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε ένα ξενοδοχείο, το οποίο έμελλε να είναι και το σπίτι τους για τα επόμενα επτά χρόνια. Εκεί, με τις βόμβες να σκάνε κάθε λίγο από τα γύρω βουνά, αφού οι μάχες μαίνονταν, ο Μόντριτς έβρισκε παρηγοριά σε μια μπάλα ποδοσφαίρου. Είτε με παρέα, είτε μόνος του, βρίσκονταν συνέχεια με μια μπάλα στα πόδια, φεύγοντας μόνο όταν έπρεπε να τρέξει στο καταφύγιο για να γλιτώσει από τους βομβαρδισμούς.
Εντάχθηκε αρχικά στις ακαδημίες της τοπικής ομάδας της NK Ζάνταρ και παρότι το ταλέντο του δεν αμφισβητούνταν, το μικροκαμωμένο και σχεδόν ασθενικό σουλούπι του έπεισαν πολλούς πως ο νεαρός Λούκα δε θα μπορούσε να σταθεί στο υψηλότερο επίπεδο. Έτσι, όταν κλήθηκε να δοκιμαστεί από την ομάδα που υποστήριζε από μικρό παιδί, τη Χάϊντουκ Σπλιτ, απορρίφθηκε μετά από δύο εβδομάδες δοκιμών, καθώς θεωρήθηκε «Μικρόσωμος κι Αδύνατος». Βλέπανε μπροστά τα παλικάρια στο Σπλιτ.
Τελικά, λίγο μετά, ο Λούκα βρίσκει θέση στη μισητή αντίπαλο και απόλυτη κυρίαρχο διαχρονικά στην Κροατία, τη Ντιναμό Ζάγκρεμπ και ξεκινά το ταξίδι του ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ένα ταξίδι που θα τον φέρει πιο μακριά από οποιονδήποτε συμπατριώτη του στο παρελθόν.
Ούτε βέβαια και στην Ντιναμό ήταν εύκολα τα πράγματα για εκείνον. Ως πιτσιρικά, η ομάδα αποφασίζει να τον στείλει δανεικό για να πάρει παιχνίδια. Πρώτος δανεισμός του, σε ηλικία 18 ετών στην Ζρίνσκι Μόσταρ, στην πρώτη κατηγορία του πρωταθλήματος της Βοσνίας. Όπως καταλαβαίνετε, οι αμυντικοί εκεί δεν είναι και πολύ φιλικοί και ο μικροκαμωμένος Λούκα πρέπει να υπερβάλλει εαυτόν για να ξεχωρίσει. Ωστόσο τα καταφέρνει και αναδεικνύεται καλύτερος παίκτης του πρωταθλήματος, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Αργότερα θα δηλώσει πως «Όποιος μπορεί να παίξει στο πρωτάθλημα της Βοσνίας, μπορεί να παίξει οπουδήποτε».
Επόμενος δανεισμός του, η Ίντερ Ζάπρεσιτς, που αγωνίζονταν στην πρώτη κατηγορία του Κροατικού πρωταθλήματος, με τον Μόντριτς να ξεχωρίζει και πάλι, βοηθώντας την ομάδα του να πετύχει την καλύτερη πορεία της ιστορίας της στο πρωτάθλημα, τερματίζοντας στη δεύτερη θέση τη σεζόν 2004-2005, πίσω μόνο από τη Ντιναμό.
Εκείνο το καλοκαίρι, επέστρεψε στη Ντιναμό κι από εκεί και πέρα η πορεία του είναι λίγο – πολύ γνωστή. Πρωταθλήματα στην Κροατία, με τον ίδιο να φορά και το περιβραχιόνιο του αρχηγού και στη συνέχεια, η εκτόξευση. Μεταγραφή στην Πρέμιερ Λιγκ και την Τότεναμ, όπου πραγματικά κάνει εξαιρετικά παιχνίδια, υπό τις οδηγίες του Τζέιμι Ρέντναπ και έπειτα, η απόλυτη πρόκληση για κάθε ποδοσφαιριστή, η Ρεάλ Μαδρίτης.
Τα επιτεύγματά του μιλούν από μόνα τους. Δύο πρωταθλήματα, Τέσσερα Τσάμπιονς Λιγκ, εκ των οποίων τα τρία συνεχόμενα, κύπελλα, Σούπερ Καπ και προσωπικές διακρίσεις, για έναν ποδοσφαιριστή που αρκετοί είχαν αρχικά την αμφιβολία για το κατά πόσο θα μπορούσε να ανταποκριθεί στη Ρεάλ. Για άλλη μια φορά, ο Λούκα ανταποκρίθηκε σε όλες τις προκλήσεις κι έχει φτάσει να αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες σταθερές της «Βασίλισσας» τα τελευταία χρόνια.
Όλα αυτά βέβαια, παράλληλα με την εξαιρετική του πορεία με τα χρώματα της εθνικής Κροατίας. Έχοντας αγωνιστεί πλέον σε τρία Μουντιάλ και ισάριθμα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, ο Μόντριτς είναι ο ηγέτης αυτής που ονομάστηκε «Δεύτερη Χρυσή Γενιά» του κροατικού ποδοσφαίρου, μετά την ομάδα που έφτασε μέχρι την Τρίτη θέση του Μουντιάλ του 1998 στη Γαλλία.
Η εθνική του Μόντριτς έφτασε φυσικά ένα βήμα παραπέρα, αφού το 2018 έφτασε μέχρι και τον τελικό στα γήπεδα της Ρωσίας, με τον Μόντριτς να φορά το περιβραχιόνιο και να είναι εκ των κομβικότερων παικτών της Κροατίας. Τελικά, η Γαλλία στον τελικό ήταν ανυπέρβλητο εμπόδιο, όμως αυτό δεν εμπόδισε τον Μόντριτς να κερδίσει τη Χρυσή Μπάλα, τη διάκριση για τον καλύτερο ποδοσφαιριστή στον κόσμο για το 2018. Ο πρώτος Κροάτης στην ιστορία που πετυχαίνει τέτοια διάκριση κι ο μοναδικός παίκτης που καταφέρνει τα τελευταία δέκα χρόνια να μπει σφήνα στο δίδυμο Μέσι – Ρονάλντο που μονοπωλούσαν τα βραβεία.
Αν ένα επίθετο θα μπορούσε να περιγράψει τον Λούκα Μόντριτς, αυτό θα ήταν το «επίμονος». Από την προσφυγιά, τον πόλεμο και τις βόμβες, στην αμφισβήτηση για το πώς θα τα καταφέρει ένας μικρόσωμος τυπάκος με ασθενική όψη στο υψηλότερο επίπεδο, ο Μόντριτς πήδηξε πάνω από όλα τα εμπόδια που του παρουσιάστηκαν. Και γι’ αυτό αξίζει το σεβασμό όλων.
Χρόνια πολλά μωρή παικτούρα Λούκα!