Falling Down (1993)
Ξαναβλέποντας το Falling Down (Ξεχωριστή Μέρα είναι ο ελληνικός τίτλος της ταινίας) του αείμνηστου πλέον Τζόελ Σουμάχερ (απεβίωσε τον περασμένο Ιούνιο) μετά από πολλά χρόνια μπορώ να πω ότι ήταν το ίδιο απολαυστικό όσον αφορά τις “κωμικές” στιγμές της. Αυτή την φορά ωστόσο εκτίμησα και την διαχρονική στάση της σχετικά με την διάβρωση της κοινωνίας και τις έντονες δραματικές τις στιγμές.
Η ταινία κυκλόφόρησε το 1993 έχοντας σαν μεγάλο της χαρτί τον Μάικλ Ντάγκλας, έναν ζάμπλουτο ηθοποιό και παραγωγό (και γιο του μυθικού Κιρκ) έχοντας τα προηγούμενα χρόνια τεράστιες επιτυχίες στο παλμαρέ του. Ο Ντάγκλας σχεδίαζε να αράξει λίγο να χαρεί τα εκατομμύριά του αλλά για χάρη του φίλου του σκηνοθέτη Τζόελ μείωσε το μεροκάματό του και δέχθηκε να συμμετέχει στην ταινία και να παίξει τον ίσως καλύτερο ρόλο της καριέρας του. Φυσικά δεν ξεχνάμε και τον υποτιμημένο τέρας ηθοποιίας Ρόμπερτ Ντιβάλ. Οι δύο ηθοποιοί υποδύονται δύο χαρακτήρες που στην ουσία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Ο Ντάγκλας υποδύεται τον Μπιλ Φόστερ, έναν σχεδόν 40άρη απολυμένο, διαζευγμένο πατέρα με ιστορικό ψυχολογικών προβλημάτων. Ο Μπιλ (D-FENS) βλέπει εκείνη την ζεστή μέρα στην Πόλη των Αγγέλων, την πόλη όπου το αμερικανικό όνειρο υπόσχεται και καταστρέφει συγχρόνως τα πάντα, να είναι το σημείο θραύσης του, να είναι το χρονικό σημείο που σημάνει την οριστική αποχώρησή του από την αρρωστημένη καθημερινότητά του, να είναι αυτή που διαγράφει κάθε πιθανότητα επιστροφής σε αυτή.
Ο Μπιλ ξεκινάει την ημέρα του στο αμάξι σε μια σκηνή που δεν μπορεί να είναι πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της παγωμένης αισθητικής που επικρατούσε στα θρίλερ των 80’ς – 90’ς. Η καταραμένη ζέστη και κίνηση τον κάνει να εγκαταλείψει το αμάξι του και εκεί να ξεκινήσει ένα ρεσιτάλ κωμωδίας, θυμού, εκδίκησης, λουτρού αίματος και καταστροφής. Δεν το θέλει, ο άνθρωπος θέλει μόνο να πάει στα γενέθλια της κόρης του (παρά το γεγονός ότι η πρώην γυναίκα του έχει λάβει μέτρα εναντίον του και του υπενθυμίζει συνέχεια από το τηλέφωνο ότι δεν έχει καμιά δουλειά στο πρώην σπίτι του). Αλλά μοιραία έρχεται σε επαφή με υψηλότατες αδικαιολόγητες τιμές αναψυκτικών σε ψιλικατζίδικο, λατίνους γκάγκστερ, φαστφουντάδικα που σερβίρουν σάπια μπέργκερ (αντίθετα με τις διαφημίσεις τους), ζητιάνους που λένε ψέματα, πλούσιους γέρους που δεν θέλουν κανέναν να πατάει το πόδι του στις τεράστιες εκτάσεις γκολφ και εργάτες του δήμου που προκαλούν κυκλοφοριακό χάος φτιάχνοντας δρόμους που μέχρι πριν δύο ημέρες ήταν απόλυτα λειτουργικοί.
O Mπιλ δυστυχώς είναι εκτός εποχής. Το στυλ του (ρούχα, κούρεμα) για την δουλειά του είναι εκτός εποχής. Η δουλειά του είναι εκτός εποχής. Παρά την μόρφωσή του και τις επιδεξιότητές του, απολύθηκε και δεν κατάλαβε ποτέ το γιατί. Έχασε την κηδεμονία της κόρης του και δεν επιτρέπεται να την βλέπει καν. Δεν είναι ένας εκδικητής για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Είναι ένα άτομο με ψυχολογικά θέματα που η κοινωνία τον άφησε στο έλεός της και τον έσπασε αμετάκλητα. Στο τέλος ο ίδιος απορεί γιατί είναι ο κακός της υπόθεσης.
Από την άλλη το αντίπαλο δέος του και ξανά η άλλη άποψη του ίδιου νομίσματος, ο Ρόμπερτ Ντιβάλ στον ρόλο του Μάρτιν Πρέντεργκαστ (ποιος διάολο διάλεξε τέτοιο επώνυμο και γιατί;). Ο Μάρτιν είναι στην τελευταία ημέρα πριν την πρόωρη σύνταξή του. Ο λόγος που συνταξιοδοτείται είναι η μανιακή γυναίκα του που υπέστη μεγάλο σοκ μετά τον χαμό της κόρης τους και δεν θέλει να χάσει και τον άντρα της. Ο Μάρτιν φαινομενικά δείχνει ένα άτομο συμπαθέστατο, αγαπητό σε συναδέρφους και με στοιχεία αυτισμού όταν θέλει να κάνει αστεία και γελάει μόνος του. Για τον αφεντικό του είναι ένα σκουπίδι, δειλός, υποχείριο της γυναίκας του. Μόνο που ο Μάρτιν στον δρόμο θα του δείξει πανηγυρικά το ακριβώς αντίθετο μιας και είναι αυτός που θα λύσει την υπόθεση. Αντίθετα με τον Μπιλ, ο Μάρτιν έχει προσαρμοστεί στην νέα εποχή μετά τον χαμό της κόρης του. Δεν του αρέσει καθόλου αλλά αποδέχεται στωικά την μοίρα του και συνεχίζει την ζωή του.
To Falling Down δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία ταινία που δείχνει την εξαθλίωση, αποξένωση, περιθωριοποίηση, ψυχολογική φθορά του ατόμου μέσα σε μια εχθρική μεγαλουπόλη. Όπως και άλλες, εγείρει ερωτήματα αν υπάρχει σωτηρία για έναν τύπο σαν τον Μπιλ, αν ο Μπιλ είναι προϊόν αποτυχίας του συστήματος, ψυχολογικα άρρωστος και αποτυχημένος να προσαρμοστεί ή και συνδυασμός και των δύο, πότε και αν ένας πατέρας είναι ακατάλληλος να βλέπει το ίδιο του το παιδί.
Είναι μια ταινία ωστόσο που πλέον θεωρείται cult classic και καθολικά αγαπητή λόγω των ακραίων σκηνών του πρωταγωνιστή της. Αντικειμενικά οι πράξεις του είναι καταδικαστέες. Θα είμαστε ψεύτες αν δεν έχουμε ταυτιστεί ωστόσο με την οργή του και το πόσο θα θέλαμε να κάνουμε τα ίδια σε αυτά και σε αυτούς που μας ενοχλούν.
Είναι μια ταινία που βλέποντας σχόλια γι’αυτή εν έτει 2020 (πχ ότι αυτά που κάνει ο πρωταγωνιστής ταιριάζουν σε οπαδούς του Τραμπ) καταλαβαίνεις ότι τέτοια ταινία δεν θα ξαναβγεί εύκολα λόγω της πολιτικής ορθότητας.
Είναι μια ταινία στην οποία βασίστηκαν δύο τραγούδια.
Το “Man on the Edge” των Iron Maiden (μπορεί να μην σ’αρέσουν οι Maiden με τον Blaze αλλά δεν γίνεται να μην σου αρέσει το συγκεκριμένο άσμα).
Και το βίντεο του Walk, των αδιάφορων προσωπικά Foo Fighters του μελλοντικού Πρόεδρου των ΗΠΑ Dave Grohl.