Έχασε με τον πιο αγγλικό τρόπο που θα μπορούσε

Ο τελικός Αγγλία-Ιταλία ήταν ένα ματς το οποίο θα μπορούσε να κερδηθεί και από τις δύο ομάδες σε διαφορετικές στιγμές και να μην μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει την αξία αυτής της νίκης: θα μπορούσε η Αγγλία να παίξει με μεγαλύτερο θάρρος, να ποντάρει στον ενθουσιασμό του γρήγορου γκολ και να έβαζε και ένα δεύτερο τις στιγμές που οι Ιταλοί φαίνονταν σαστισμένοι με τις κινήσεις ιδίως των μπακ-χαφ των Άγγλων; Σίγουρα.
Με τον ίδιο τρόπο, θα μπορούσε και η Ιταλία να πάρει το ματς πριν τα πέναλτι; Πολλές φορές, από τη στιγμή που ισοφάρισε και μετά και ιδίως στο πολύ καλό διάστημα με τον Κιέζα αριστερά και τον Ινσίνιε πιο κεντρικά, όπου οι Άγγλοι έμοιαζαν με ομάδα που δεν μπορούσε να κρατήσει την μπάλα καθόλου κι έδειχνε να μην έχει λύσεις από πουθενά, ενώ ο πάγκος μπέρδευε τα πράγματα αντί να τα ξεδιαλύνει (αλλαγή του εξαιρετικού Ράις, αλλαγή συστήματος, ο Σάκα σε ρόλο κεντρικού χαφ).
Η Αγγλία του Σάουθγκεϊτ, θα μπορούσε να χάσει το ματς εξαιτίας του προπονητή της και στο 119: κάνει τις αλλαγές φοβούμενος μήπως και δεν υπάρξει κι άλλη διακοπή, κι έτσι μένει να παίζει κάτι σαν 4-4-2 με τον Ράσφορντ δεξί μπακ. Και παραλίγο να συμβεί, εάν αναλογιστούμε πόσο ανοργάνωτη και μπερδεμένη ήταν η άμυνά της στο κόρνερ που εκτέλεσε η Ιταλία στο 120 κι ο Κιελίνι σηκώθηκε αμαρκάριστος για την κεφαλιά!
Κι όμως, έμελλε στον Σάουθγκεϊτ να χάσει αυτόν τον αγώνα όχι για το φόβο ή την ανασφάλεια να διαχειριστεί επιθετικά έναν τελικό που προηγούταν εντός έδρας από το δεύτερο λεπτό, ούτε του έμελλε να το χάσει λόγω κακών αλλαγών τακτικά και δυσκολίας προσαρμογής στα σχέδια του Μαντσίνι: του έμελλε να τον χάσει με τον πιο αγγλικό, κακομοίρικο και σαρκαστικό τρόπο που θα μπορούσε: βγάζοντας ο ίδιος τα μάτια του με τις αλλαγές στο τέλος.
Με τις αλλαγές που, εάν του έβγαιναν, θα μιλούσαμε για προπονητικό masterclass: η αγγλική ομοσπονδία, με επικεφαλής τον Σάουθγκεϊτ επί χρόνια κάνει έρευνες για τη στρατηγική των πέναλτι και είχε άλλωστε κερδίσει τις δύο τελευταίες διαδικασίες. Ο Σάουθγκεϊτ δεν είχε σκοπό να κοιτάξει ποιος του ζητάει να χτυπήσει πέναλτι αλλά τι του λένε τα στατιστικά. Έβαλε τους 3 καλύτερους εκτελεστές του να βαρέσουν πρώτοι. Ιδίως ο Ράσφορντ έχει εξαιρετικό ποσοστό στα πέναλτι και τα βαράει πάντοτε με αυτόν τον τρόπο. Δεν ήταν κάτι καινούριο.
Έπειτα, στο νούμερο 4-5-6 των εκτελέσεων, σκόπευε να πάει με μέτριους εκτελεστές: πάντοτε έτσι κάνει γιατί θέλει οι καλοί του να χτυπούν τα πρώτα. Όμως, μην έχοντας το 3 στα 3 από αυτούς που περίμενε να το βάλουν, μοιραία οι 2 τελευταίοι νεαροί είχαν τεράστιο βάρος στις πλάτες τους.
Οποιαδήποτε άλλη στιγμή και να έχανε το ματς, θα τον λάτρευαν όλοι τον Σάουθγκεϊτ. Για τη χαλκέντερη Αγγλία, για την ομάδα που δύσκολα δέχεται γκολ και βγάζει το λάδι στους αντιπάλους, που δεν φοβάται να αλλάζει συστήματα εντός του ματς και άλλα όμορφα.
Μα ο τρόπος που αποφάσισε ο Σάουθγκεϊτ να καθορίσει το ματς, πετώντας δύο ποδοσφαιριστές μέσα όχι ζητώντας τους να αλλάξουν τον ρου του ματς αλλά απλώς απαιτώντας, κρύοι και δίχως παλμό τελικού, να σκοράρουν σε έναν τελικό, του έδωσε ένα κακό στίγμα.
Πρέπει να απέκτησε πολλούς εχθρούς για το σχεδιασμό της επόμενης ημέρας ο Άγγλος προπονητής γιατί αυτό που έκανε μπορεί να θεωρηθεί και αντιποδοσφαιρικό: σχεδίασε τα πέναλτι πριν τελειώσει η παράταση, και τα σχεδίασε με δύο παίκτες τους οποίους δεν εμπιστεύτηκε για παραπάνω από 2 λεπτά στον μεγάλο τελικό.
Θα κέρδιζε; Θα γινόταν Sir Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ. Δεν του βγήκε όμως, και η πίεση για τη διαχείριση μιας από τις πιο ταλαντούχες και «βαθιές» εθνικές ομάδες πλέον είναι πολύ μεγαλύτερη: δεν παίζεις κάθε μέρα τελικό στην έδρα σου και κυρίως, δεν τον χάνεις κάθε μέρα προσπαθώντας να τον κερδίσεις φοβικά.
ΥΓ. Η εμετική αντιμετώπιση στους 3 παίκτες που έχασαν πέναλτι θα σχολιαστεί σε επόμενο κείμενο. ΣΚΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ.