Ένας ακόμη Σεπτέμβριος με τους Iron Maiden
2003 (“Dance of Death”), 2006 (“Α Μatter of Life & Death”), 2010 (“The Final Frontier”), 2015 (“The Book of Souls”), 2021 (“Senjutsu”) – πέντε τελείως διαφορετικές φάσεις της ζωής (μου/ μας), μια κοινή σταθερά που για χάρη του κείμενού μας φυσικά δεν θα είναι άλλη πέρα από το νέο album των 65ρηδων πλέον Άγγλων να σκάει αρχές Σεπτεμβρίου και να συντροφεύει στο soundtrack μέχρι να δω πόσο θα το αγαπήσω.
Με αφορμή λοιπόν τον νέο δίσκο, παραείχα πολλές σκέψεις για ένα προσωπικό ποστ και αποφάσισα να γράψω εδώ ακόμη ένα άρθρο για την νέα κυκλοφορία των Iron Maiden μετά το 2015 όπου τίμησα το τότε καινούργιο “Book of Souls” μαζί με την επέτειο της πρώτης τους εμφάνισης στην Ελλάδα.
Κατευθείαν στο ψητό.
Όλα τα τραγούδια μου αρέσουν, άλλα σε βαθμό που θεωρώ ήδη κλασικά και άλλα έστω λιγότερο και είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό μετά το Brave New World μιας και σε κάθε δίσκο θα υπήρχαν κάποια αδιάφορα κομμάτια.
Το εναρκτήριο ομώνυμο “Senjutsu” είναι ένα καταπληκτικό, βαρύ, αργό, πολεμικό, δυναμικό κινηματογραφικό κομμάτι. Εξαιρετική επιλογή για να ξεκινήσει ο δίσκος και με ατμόσφαιρα «πάμε να τους πάρουμε». Αρχικά είχα ξενίσει με κάποιες αλλαγές και ότι ο Bruce ακούγεται μια κλίμακα πιο κάτω αλλά αυτά δεν έχουν σημασία. Άμεσα συμπεριλήφθηκε στα αγαπημένα του δίσκου και αποτελεί από τα καλύτερα της εικοσαετίας εύκολα.
Σειρά έχουν τα δύο single που ακούσαμε πρώτα. Το “Stratego” όταν είχε κυκλοφορήσει το είχα μισήσει για την απαράδεκτη μίξη του. Ακόμη μου κακοφαίνεται σαν παραγωγή αλλά είναι ένα πολύ δυναμικό κομμάτι που θα έπαιρνε κεφάλια αν είχε την παραγωγή του AMOLAD (τέρμα ήχο σε μπάσο και ντραμς και δυνατές κιθάρες). Τα έχει όλα τα συστατικά, είναι συναυλιακό, ξέφρενο, έχει καλό ρεφρέν, αλλά κάτι έγινε λάθος – και θα το λέω συνεχώς – στην τελική του μορφή. Το “Writing on the Wall“ είναι ό,τι πιο ελληνικό έχει γραφτεί ποτέ από τους Maiden (μετά τον Μέγα Αλέξανδρο). Το riff και η μουσική του θυμίζουν ελληνικό τραγούδι έτοιμο να ξεκινήσει χορό σε γάμο. Ακόμη ένα πολύ ωραίο και απόλυτα κολλητικό τραγούδι σε μελωδία και ρεφρέν (με μεγάλη θολούρα στην παραγωγή) που γνωρίσαμε από το βίντεο όταν μας είχε συστηθεί τον Ιούλιο σαν πρώτο single.
Μετά έχουμε το 9-λεπτο “Lost in A Lost World”. Το κομμάτι με είχε αφήσει αδιάφορο μετά την 70’ς ακουστική εισαγωγή του. Δεν έπεισα τον εαυτό μου ποτέ να καταφέρω να μου αρέσει αλλά έφτασε στο σημείο να το ακούω ευχάριστα στην ροή του δίσκου. Μόνο του δεν το έχω βάλει ποτέ μέχρι στιγμής και το ίδιο ισχύει και για το 12-λεπτο προτελευταίο κομμάτι του δίσκου “Death of the Celts”. Συνθέσεις του αρχηγού Harris και οι δύο που φωνάζουν από χιλιόμετρα ότι είναι δικές του σε όποιον ακολουθεί την μπάντα. Οι Maiden είναι προβλέψιμοι, δεν κάνουν εδώ κάτι διαφορετικό. Ίσα ίσα, αρκετοί είχαν ήδη φανταστεί πως θα είναι τα κομμάτια από τους τίτλους και την διάρκειά τους. Ήρεμη εισαγωγή, ξέσπασμα, αλλαγές με πολλά σόλο κρατώντας έναν mid-tempo ρυθμό και τελειώνουν με το χαρακτηριστικό τους εδώ και χρόνια outro με τον Bruce να σιγοτραγουδάει, να ξεστομίζει τον τίτλο του κομματιού (για το 2ο) και έναν από τους 3 κιθαρίστες να ρίχνει την τελευταία πινελιά. Για το αν αρέσει αυτή η κατεύθυνση αφήνεται στον ακροατή αλλά τουλάχιστον στις εισαγωγές και τα κλεισίματα των μεγάλων κομματιών δεν έχει απογοητεύσει ποτέ ο ιδιοφυής Harris. Ξαναλέω, και τα δύο ακούγονται (πλέον) πολύ ευχάριστα στην ροή του δίσκου πλέον αλλά δεν τα έχω βάλει από μόνα τους. Ασφαλώς και αυτά είναι προτιμήσεις και καταλαβαίνω απόλυτα όποιον τα θεωρεί αριστουργήματα ή fillers.
Το “Days of Future Past” έχει ένα ρεφρέν που έχει γίνει φετίχ και inside joke πλέον. Τέρμα κολλητικό.
Ta “Time Machine” και “Darkest Hour” είναι προσωπικά αγαπημένα και μπαίνουν στην τετράδα μου. Τα ακούω πολύ συχνά και μόνα τους. Το πρώτο έχει αυτή την μυστηριώδη κιθαριστική μελωδία που ο Gers χαρίζει συχνά και το τυπικό ξέσπασμα με την χαρακτηριστική δισολία που αρέσει στον Harris. Δεν είναι πάλι κάτι καινούργιο αλλά λατρεύω την θεατρική αφήγηση του Dickinson, την μελωδία, είναι ένα 100% Maiden κομμάτι και ακόμη ένα κωλοδάχτυλο του Gers σε όσους λένε ακόμη ότι δεν έχει θέση στην ομάδα. Το δεύτερο είναι μια θαυμάσια μπαλάντα με την υπογραφή του μεγαλύτερου καβλάντη κιθαρίστα στον κόσμο – Adrian Smith – και φυσικά του Dickinson που είναι θαυμάσιος. Eκείνο το σημείο που τελειώνει το solo και ξαναμπαίνει με το ρεφρέν είναι από τις καλύτερες στιγμές της εικοσαετίας (βλέπετε προτιμώ να μιλάω γι’ αυτήν την περίοδο για συγκεκριμένο λόγο). Άνετα θα φανταζόμουν τον Bruce να γυρίζει μόνος το clip του σαν το “Tears of the Dragon” σε μια σάπια λασπώδη θάλασσα με μουντό καιρό στην Γηραιά Αλβιόνα.
Αναφέρω συχνά για την εικοσαετία του reunion ως σημείο αναφοράς στην ιστορία της μπάντας. Αγαπάω τους reunion Maiden με τα καλά και τα κακά τους. Σε αυτή την περίοδο πάντα τίθενται μοιραία τα ερωτήματα: Πόσο καλό είναι το κάθε κομμάτι συγκριτικά με το παρελθόν; Αν ήταν άλλη μπάντα θα μας άρεσαν τόσο πολύ και θα γράφαμε τα ίδια αποθεωτικά λόγια;
Για το 12-λεπτο επιβλητικό, μυσταγωγικό, υπνωτικό, εκπληκτικό “Parchment” η απάντησή μου θα ήταν ότι είναι ήδη ένα αριστούργημα της μπάντας που θα ήταν δίπλα στα 80’ς. Δεν είναι μόνο ότι ακούγεται μονορούφι και δεν καταλαβαίνεις πως περνούν τα 12 λεπτά. Εδώ ακούμε ένα από τα καλύτερα riff στην ιστορία της μπάντας, ένα τεράστιο κατεβατό επιβλητικών στίχων και τον καλύτερο Bruce της εικοσαετίας (να το πάλι) που δεν πιέζει την φωνή του, απολαμβάνει κάθε στίχο και χαρίζει μια ανατριχιαστική στιγμή στους τελευταίους στίχους του τραγουδιού (…”meet me theeeeeeeeeeere”).
Τέλος, το “Hell on Earth”. Όταν το άκουσα πρώτη φορά μου δημιούργησε ένα χαμόγελο για το πόσο συγκινητικό είναι και αντικειμενικά είναι μια σπουδαία σύνθεση του Harris. Το θεματάκι μου είναι ότι μου θυμίζει πολύ έντονα το “When the Wild Wind Blows” και το “Talisman”. Σπουδαία αντικειμενικά όλα, συγκινητικά αλλά παραείναι επιτηδευμένα – πάμε να γράψουμε ένα ωραίο κομμάτι με στίχους για την ομορφιά της ζωής που διαβρώνεται. Στα του κομματιού τώρα που και που σιγοτραγουδάω την μελωδία αλλά δεν είναι το κομμάτι που τελικά με συγκίνησε όπως εκατομμύρια άλλους τόσο, κάτι που καταλαβαίνω απόλυτα αλλά δεν ενστερνίζομαι.
Επιστρέφοντας στην παραπάνω ερώτηση: Αν ήταν άλλη μπάντα θα μας άρεσαν τόσο πολύ και θα γράφαμε τα ίδια αποθεωτικά λόγια;
Η απάντηση είναι: δεν ξέρουμε, αλλά επειδή είναι Maiden τα αποθεώνουμε παραπάνω από όσο πρέπει ίσως. Τι να κάνουμε, έτσι λειτουργούμε σαν άνθρωποι, π.χ. οι δημοσιογράφοι θα αποθεώσουν ένα καλό γκολ του Μέσι και του Κριστιάνο παραπάνω από όσο πρέπει.
Το “Senjutsu” μου αρέσει πάρα πολύ. Το ακούω σχεδόν κάθε μέρα και όταν τελειώνει ανυπομονώ για την επόμενη να το ξανακούσω. Τουλάχιστον για μένα συνδυάζει υπέροχα την μαγική αστερόσκονη, την αξεπέραστη μεγαλοπρέπεια της μπάντας, την γοητευτική φθορά του χρόνου και τις love or hate παθογένειες που την διακατέχουν εδώ και πολλά χρόνια να υιοθετήσει ένα όχι και τόσο mainstream στυλ, χρησιμοποιώντας τον ίδιο παραγωγό και κλείνοντας το μάτι σε συγκροτήματα που την επηρέασαν, με μεγάλες διάρκειες κομματιών και πολύπλοκες συνθέσεις.
Για τα παρασκηνιακά και τις αποδόσεις του καθενός δεν χρειάζεται να πούμε, είναι ήδη ξανά πολύ παραπάνω απ’ ό,τι υπολόγιζα.
Φήμες λένε ότι μάλλον ο αρχηγός θα κλείσει το μαγαζί σιγά σιγά και μάλλον αυτός θα είναι ο τελευταίος δίσκος.
Δεν ξέρουμε, δεν έχουμε ιδέα, αλλά εδώ θα είμαστε να (ξανα)γράψουμε αν είμαστε όλοι καλά και για τον επόμενο.
Πριν έξι χρόνια δεν φανταζόμασταν ότι θα είχαμε ακόμη ένα Maiden. Δεν το είχε ανάγκη κανείς πλην των ίδιων. Πριν έξι χρόνια δεν φανταζόμουν ότι θα έγραφα εγώ ξανά για το Cult24 ή γενικά για ένα ακόμη Maiden. Πριν έξι χρόνια δεν φανταζόμουν ότι θα έβγαζαν τέτοιο καλό δίσκο (για τα αυτιά μου).
Θα κλείσω λέγοντας μόνο ότι αυτοί οι Σεπτέμβριοι ήταν όλοι ξεχωριστοί και πάντα θα φέρνουν τις σχετικές αναμνήσεις όσο καλό ή μάπα μπορεί να ήταν το καρπούζι. Ήταν υπέροχο να περνάω ακόμη έναν έτσι.
Έως τον επόμενο Σεπτέμβριο, μπορεί και ποτέ ξανά.
Up the Irons.