BRAINDEAD (A.K.A. “DEAD ALIVE”)
Πριν βγει το πρώτο Hobbit, είχε κυκλοφορήσει μια αφίσα στην οποία δύσκολα παρατηρείς το “from the director of Braindead”. Προφανώς και είναι φωτοσοπιά αλλά είναι ενδεικτική της cult αναγνώρισης που προϋπήρχε στο πρόσωπο του Πήτερ Τζάκσον για την υπηρεσία του στην 7η Τέχνη πριν αρχίσει να ασχολείται με τα έπη της Μέσης Γης και αλλάξει τον κινηματογράφο για πάντα.
Γιατί αν δει κάποιος το Braindead (original τίτλος και κυκλοφόρησε στην Αμερική ως “Dead Alive”) θα καταλάβει ότι, χωρίς υπερβολή, είναι σκηνοθετικό κατόρθωμα εφάμιλλο των τριλογιών “Lord of the Rings” (και καλλιτεχνικά) και “The Hobbit” (μόνο σκηνοθετικά, καλλιτεχνικά δεν όχι ότι απογοήτευσε αλλά οι προσδοκίες ήταν παραπάνω).
Το στόρι είναι το εξής: Βρισκόμαστε στο έτος 1957, στην Νέα Ζηλανδία. Εργαζόμενοι ενός ζωολογικού κήπου πηγαίνουν στην Σουμάτρα (στο κινηματογραφικό Skull Island που ζει και ο King Kong – αργότερα θα “επέστρεφε” ο Τζάκσον στο νησί σκηνοθετώντας τον King Kong το 2005), να μεταφέρουν έναν αρουραίο – πίθηκο, τον οποίο οι ιθαγενείς συνδέουν με διαβολικές δυνάμεις. Γιατί όποιος δαγκώνεται από αυτό το πλάσμα, μετατρέπεται σε ζόμπι. Στο μεταξύ, στον “πολιτισμένο” κόσμο ο Λιονέλ καταπιέζεται από την πλούσια, αυταρχική και διαβολική μάνα του, ενώ η Πακίτα που οργάζεται σε τοπικό σούπερ μάρκετ, ψάχνεται να βρει το ταίρι της και τα χαρτιά της γιαγιάς της δείχνουν ότι ο Λιονέλ θα είναι ο παντοτινός αγαπημένος της.
Σε ραντεβού των δύο (ο Λιονέλ είναι πέρα για πέρα awkward και creepy τυπάς) τυγχάνει να δούνε τον αρουραίο – πίθηκο να κομματιάζει έναν άλλον πίθηκο (τέρμα ρομαντικό), ενώ θα δαγκώσει και την μάνα του Λιονέλ που τους παρακολουθεί κρυφά. Και εκεί αρχίζει ένα παραλήρημα διαστροφής, φαντασίας, gore-ίλας και γέλιου.
Ήδη από τα πρώτα λεπτά δεν υπάρχει ΟΥΤΕ ΕΝΑ δευτερόλεπτο σοβαρής στιγμής (Singaia!) με τα σκηνικά που συμβαίνουν, με τις φάτσες των πρωταγωνιστών, τις εκπληκτικά απαράδεκτες ερμηνείες τους, τις ατάκες (“η μητέρα σου έφαγε τον σκύλο μου / “όχι όλο”) αλλά αυτό που συμβαίνει μετά το δάγκωμα είναι τρομερά δύσκολο να περιγραφτεί σε παραγράφους.
Τι να πρωτοαναφέρεις; Ας πιάσουμε τους χαρακτήρες. Την σιχαμένη κιράτσα – μάνα του Λιονέλ που είναι η απόλυτη καρικατούρα; Τον θείο – αδερφό της μάνας του που λιγουρεύεται την περιουσία της αδερφής του; Την Πακίτα που ψάχνεται απεγνωσμένα για σύντροφο και καταφεύγει σε μάγισσες και χαρτορίχτες; Τους νεόπλουτους Μέθερσονς (οι οποίοι βαριούνται του θανατά και εύχονται να γίνει πόλεμος). Χωρίς να είναι ο στόχος του, ο Τζάκσον καυτηριάζει και την Νέα Ζηλανδία των 50’ς. Τον ΘΕΟ πάτερ – καρατερίστα που λέει την ατάκα της ταινίας;
Τα σκηνικά είναι όμως όλο το ζουμί, από τις αντιδράσεις των ανθρώπων και φυσικά και πρώτα απ’όλα, η φύση των ίδιων των ζόμπι. Έτσι η μαμά του Λιονέλ μιας και είναι φτιαγμένη από ατσάλι, συνθλίβει με το παπούτσι της τον άτυχο αρουραίο – ποντικό ενώπιον του κοινού. Ο Λιονέλ, από μαμόθρευτο μετατρέπεται σε ατσαλένιο ήρωα, παίρνει το χορτοκοπτικό και περιλούζει όλο το σπίτι στο αίμα, στην πιο εικονική σκηνή της ταινίας.
Η φύση των ζόμπι είναι όμως όλα τα λεφτά. Έχουμε δύο ζόμπι να ερωτεύονται παράφορα και να αποκτούν ένα ατίθασο μωρό που δεν ψοφάει με τίποτε, γελάει συνέχεια και δημιουργεί μπελάδες. Η σκηνή στο πάρκο είναι ιστορική και η επιτομή της καφρίλας! Όταν ο Τζάκσον τέλειωσε την ταινία, του έμεναν 45 χιλιάρικα για να ξοδέψει οπότε έκατσε 2 ημέρες και την γύρισε στο πάρκο, τονίζοντας ότι είναι η αγαπημένη του σκηνή από την ταινία.
Ζόμπι με πλοκάμια να κοιτούνται στον καθρεύτη ως αυτάρεσκα όταν δεν ξεσκίζουν ότι ανθρώπινο κουφάρι βρίσκουν (με όποιον τρόπο μπορεί και δεν μπορεί να φανταστεί κάποιος), κεφάλια να βρίσκονται στο πάτωμα και να κλωτσιούνται σαν ποδοσφαιρικές μπάλες, χέρια και κεφάλια που επιτίθονται μόνα τους, να τρώνε γλυκό και να ερωτοτροπούν. Το αποκορύφωμα της αηδίας είναι η σταδιακή αποσύνθεση της μάνας του Λιονέλ και φυσικά η εμφάνισή της στο τέλος ως γιγάντιο ζόμπι…Δεν παραθέτουμε φωτό, να το δείτε και θα μείνετε με το στόμα ανοιχτό.
Δεν είναι μόνο τα νοσηρά πράγματα που συμβαίνουν αλλά και η απίστευτη σκηνοθετική άποψη του Πίτερ Τζάκσον που φροντίζει να είναι με την κάμερά του πανταχού παρών και να φροντίζει να μην χαθεί ούτε μια λεπτομέρεια τρέλας ανάμεσα στο λουτρό αίματος που λαμβάνει χώρα. Χρησιμοποιεί ζουμαρισμένα πλάνα για να τονίσει όσο γίνεται την υπερβολή, παίζει μπάλα μόνος του και οργιάζει. Δεν υπακούει σε κανόνες, δεν συμβιβάζεται. Απλά προσθέτει το κερασάκι στην τούρτα απογειώνοντας την νοσηρή φαντασία των σεναριογράφων (και αυτός εννοείται μέσα).
Και αν η τριλογία του Άρχοντα άλλαξε τον κινηματογράφο και είναι ένα τεράστιο σκηνοθετικό κατόρθωμα με ένα τεράστιο μπάτζετ, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για το “Braindead” του πολύ χαμηλού προϋπολογισμού. Ο κοινός παρονομαστής και των δύο είναι το πελώριο ταλέντο του Πήτερ Τζάκσον που μετουσίωσε το όραμά του σε 4 (1+3) αριστουργήματα τελείως διαφορετικής φύσεως. Τα σέβη μας κύριε Τζάκσον. Μας απογοητεύσατε με την τριλογία του Χόμπιτ (το πρώτο μέρος καλό, το δεύτερο τεράστια απογοήτευση, το τρίτο πήγε να το σώσει αλλά θα ξεχαστεί) γιατί ακολουθήσατε μοτίβα του Χόλιγουντ (εκείνο το ειδύλιο του νάνου με την ξωτικίνα είναι πιο awkward από τον Λιονέλ, τον ήρωά μας) και ξεχάσατε να δώσετε την ατμόσφαιρα της Μέσης Γης όπως τόσο όμορφα κάνατε με τον Άρχοντα. Συγχαρητήρια πάντως και πάλι γιατί το να χερίζεσαι τέτοια τεχνολογία και να φέρνεις τέτοιο αποτέλεσμα είναι και πάλι σκηνοθετικό κατόρθωμα.
Η ταινία θεωρείται η πιο αιματηρή όλων των εποχών (πάνω από 300 λίτρα ψεύτικου αίματος χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες της τελευταίας σκηνής μόνο). Στην σκηνή της σφαγής με το χορτοκοπτικό υπολογίζεται ότι 5 γαλόνια (ενά γαλόνι είναι κάτι λιγότερο από 4 λίτρα) αίματος κυλούσαν ανά δευτερόλεπτο. Aπέσπασε βραβεία για την σκηνοθεσία της, το ανεπανάληπτο μακιγιάζ της αλλά και για την μουσική της και στα βίντεο κλαμπ της Σουηδίας δανείζονταν μαζί με σακούλες για εμετό!
Αράξτε, φωνάξτε φίλους, ανοίξτε μπύρες και απολαύστε την ταινία στον παρακάτω σύνδεσμο.